ἀρτιάζω
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
(ἄρτιος)
A play at odd and even, Ar.Pl.816; ἀστραγάλοις ἀ. Pl.Ly.206e, prob. in Arist.Div.Somn.463b20.
II count, AP 12.145.
Spanish (DGE)
1 intr. jugar a acertar si salen pares o nones gener. con tabas ἀστραγάλοις Pl.Ly.206e, Plu.2.741c, cf. Poll.9.101, στατῆρσι ... χρυσοῖς por lujo exagerado, Ar.Pl.816, cf. Sch.ad loc.
•abs. Pl.Sis.387e, Arist.Diu.Som.463b20, D.Chr.26.8, Sud.
2 ἀρτιάζειν· σκευάζειν Hsch. (cf. ἀρτίζω).
3 c. ac. contar ψάμμου ἀριθμητὴν ... ψεκάδα AP 12.145.4.
German (Pape)
[Seite 361] 1) gerade od. ungerade spielen, Ar. Plut. 816; Plat. Lys. 206 e; Xen. Hipparch. 5, 10. – 2) genau angeben, zählen, ψεκάδα ἀριθμητήν Ep. ad. 34 (XII, 145).
French (Bailly abrégé)
impf. ἠρτίαζον, ao. ἠρτίασα;
jouer à pair ou impair.
Étymologie: ἄρτιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιάζω:
1 играть в чет и нечет Arph., Plat.;
2 подсчитывать (ψάμμου ψεκάδα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιάζω: μελλ. -άσω, (ἄρτιος) παίζω «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. ποσίνδα. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145.
Greek Monolingual
ἀρτιάζω (Α)
1. παίζω «μονά ζυγό»
2. μετρώ, αριθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι ή < άρτιος].
Greek Monotonic
ἀρτιάζω: μέλ. -άσω (ἄρτιος)·
I. παίζω μονά ζυγά, Λατ. par impar, ludere, σε Αριστοφ.
II. μετρώ, αριθμώ, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἄρτιος
I. to play at odd and even, Lat. par impar ludere, Ar.
II. to count, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=λογαριάζω, μετρῶ). Ἀπό τό ἐπίθ. ἄρτιος.
Παράγωγα: ἀρτιασμός (=τό παιχνίδι «μονά ζυγά»).