κολωνία
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
English (LSJ)
ἡ,
A grave (Elean), Hsch.
II = Lat. colonia, Act.Ap. 16.12, Epigr.Gr.908 (Batanaea); cf. κολωνεία.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, das Grab, bei den Eleern, Hesych. – Das lat. colonia, Act. ap. 16, 12.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολωνία -ας, ἡ [Lat. colonia] kolonie. NT.
Russian (Dvoretsky)
κολωνία: ἡ (лат. colonia) колония NT.
English (Strong)
of Latin origin; a Roman "colony" for veterans: colony.
English (Thayer)
(R G Tr), κολωνία (L T WH KC (cf. Chandler § 95)) (Tdf. editions 2,7 κολωνεία; see his note on Acts as below, and cf. εἰ, ἰ), κολωνιας, ἡ (a Latin word), a colony: in Dio Cassius, 51,4; Digest. 50, Titus 15,8). The exegetical difficulties of this passage are best removed, as Meyer shows, by connecting κολωνία closely with πρώτη πόλις, the chief city, a (Roman) colony (a colonial city); (but cf. Lightfoot's Commentary on Philippians, p. 50f).
Greek Monolingual
κολωνία, ἡ (Α)
1. ρωμαϊκή αποικιακή πόλη
2. (κατά τον Ησύχ.) τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. colonija. Με τη σημ. 2 < κολώνη.
Greek Monotonic
κολωνία: ἡ, η Λατ. colonia, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κολωνία: καὶ κολώνια, ἡ, τάφος κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ πόλις, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908· πρβλ. κολώνεια.
Middle Liddell
κολωνία, ἡ,
the Lat. colonia, NTest.
Chinese
原文音譯:kolwn⋯a 可羅你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:殖民地
字義溯源:殖民地,殖民,駐防,駐防城
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 駐防(1) 徒16:12
French (New Testament)
ας (ἡ) colonie
[lat. colonia]