βαλανόω

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνόω Medium diacritics: βαλανόω Low diacritics: βαλανόω Capitals: ΒΑΛΑΝΟΩ
Transliteration A: balanóō Transliteration B: balanoō Transliteration C: valanoo Beta Code: balano/w

English (LSJ)

fasten with a βάλανος (11.4), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.Ec. 361:—Pass., to be shut close, secured, Id.Av.1159: metaph. in pf. part. Pass., constipated, Id.Ec.370.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνόω)
echar el cerrojo, atrancar βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.Ec.361
en v. pas. en perf. estar cerrado a cal y canto ἅπαντα ... βεβαλάνωται Ar.Au.1159
fig. part. perf. βεβαλανωμένος atascado, estreñido Ar.Ec.370.

German (Pape)

[Seite 428] die Thür durch den eingesteckten Zapfen (βάλανος 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσθαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 verrouiller;
2 constiper ; Pass. être constipé.
Étymologie: βάλανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανόω βάλανος vergrendelen, sluiten; pass. gesloten zijn, vandaar: geconstipeerd zijn. Aristoph. Eccl. 370.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνόω:
1 запирать на засов (τὴν θύραν Arph.); pf. pass. быть наглухо запертым Arph.;
2 pass. страдать запором Arph.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνόω: μέλ. -ώσω, στερεώνω με μια βάλανο (βλ. αυτ.)· βεβαλάνωκε τὴν θύραν, σε Αριστοφ.· στην Παθ., βεβαλανωμένος, , -ον, ο κλεισμένος με ασφάλεια, ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνόω: ἀσφαλίζω, στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, αὐτόθι 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.

Middle Liddell

[from βάλανος
to fasten with a bolt-pin (βάλανος II), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.:—Pass., βεβαλανωμένος, η, ον, shut close, secured, Ar.