οἰσύα
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A = λύγος, osier, Poll.7.176, Suid.
II οἰ. ἀγρία, = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.85.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
branche d'osier.
Étymologie: DELG évidemment, famille de ἴτυς, ἰτέα.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσύα: ἡ, ὡς τὸ οἶσος, ἱμαντῶδες φυτόν, κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 176 «οἰσύαι δὲ αἱ λύγοι», κατὰ δὲ Σουΐδ. «οἰσύα, ἡ ἰτέα», Γεωπ. 2. 6, 24· γνωστὸν τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτ. οἰσύϊνος. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).
Greek Monolingual
οἰσύα, ἡ (ΑΜ)
μσν.
το φυτό ιτιά
αρχ.
1. το φυτό λυγαριά
2. φρ. «οἰσύα ἡ ἀγρία» — το φυτό ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος].
Greek Monotonic
οἰσύα: ἡ, δέντρο που ανήκει στο είδος της ιτιάς, λυγαριά.
Frisk Etymological English
-η See also: s. οἶσος.
Middle Liddell
οἰσύα, ἡ,
a tree of the osier kind.
Frisk Etymology German
οἰσύα: -η
{oisúa}
See also: s. οἶσος.
Page 2,370
German (Pape)
ἡ, wie οἶσος, ein weidenartiger Strauch, Bandweide, Vetera Lexica; = λύγος, Poll. 7.176.