μαστιχάω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., Glossaria on μασταρίζειν, Hsch.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.
German (Pape)
mit den Zähnen knirschen, wie Hes. Sc. 389, μαστιχόωντι. Die Gramm. erkl. es durch μασταρύζω. Vgl. μάσταξ, mastico.
Russian (Dvoretsky)
μαστῐχάω: (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v.l. μαστάζω и μαστιόω).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.
Greek Monotonic
μαστῐχάω: (μάσταξ;), τρίζω τα δόντια μου, Επικ. μτχ. μαστιχόων, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
See also: s. μάσταξ
Middle Liddell
μαστῐχάω, [μαστάξ?]
to gnash the teeth, epic part. μαστιχόων, Hes.