ἱππόθεν
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
Adv., (ἵππος) forth from the horse, of the heroes descending from the Trojan horse, Od.8.515, 11.531.
German (Pape)
[Seite 1259] aus dem Pferde, Od. 8, 514. 11, 529.
French (Bailly abrégé)
adv.
de dessus un cheval ou en sautant de cheval.
Étymologie: ἵππος, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόθεν: adv. из (деревянного) коня (ἱ. ἐκχύμενοι, sc. Ἀχαιοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόθεν: Ἐπίρρ. (ἵππος) ἐκ τοῦ ἵππου, ἐπὶ τῶν ἡρώων τῶν καταβαινόντων ἀπὸ τοῦ δουρείου ἵππου, ἱππόθεν ἐκχυνόμενοι κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, 11, 531.
English (Autenrieth)
from the (wooden) horse, Od. 8.515, Od. 11.531.
Greek Monolingual
ἱππόθεν (Α)
επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + -θεν, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως].
Greek Monotonic
ἱππόθεν: επίρρ. (ἵππος), βγαίνοντας από το άλογο, λέγεται για τους ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο Ίππο, σε Ομήρ. Οδ.