μυρμηκόβιος
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
μυρμηκόβιον, living an ant's life, τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.
German (Pape)
[Seite 220] wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκόβῐος: -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ μυρμηκόβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος
μσν.
1. αυτός, που ζει σαν το μυρμήγκι, δηλ. που συντηρείται με λίγα ανεπαρκή μέσα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμηκόβιον
ανεπάρκεια, ευτέλεια τών μέσων της ζωῆς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + βίος.