ἐσκεμμένως
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., deliberately, D.24.157, Lib.Ep. 61.7.
German (Pape)
[Seite 1042] überlegt, πράττειν, Dem. 24, 157; Schol. Thuc. 3, 112; Poll.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, après réflexion.
Étymologie: ἐσκεμμένος, part. de ἔσκεμμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσκεμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ περισκέψεως, Δημ. 749. 8.
Greek Monolingual
και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως)
επίρρ.
1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης:
2. με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. του σκέπτομαι].
Greek Monotonic
ἐσκεμμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ., εκούσια, θεληματικά, συνειδητά, σε Δημ.