δοριμανής
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
δοριμανές, raging with the spear, E.Supp.485.
Spanish (DGE)
(δορῐμᾰνής) -ές
• Alolema(s): δουρι- AP 9.485 (Hld.)
enloquecido por la lanza, Ἑλλάς E.Supp.485, Ἀχιλλεύς AP l.c., cf. δουρομανής.
German (Pape)
[Seite 658] ές, mit dem Speere wüthend, kampfgierig; Eur. Suppl. 501; auch δορυμανής, Stob.; vgl. δουρομανής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
follement passionné pour la guerre.
Étymologie: δόρυ, μαίνομαι.
Greek Monolingual
δοριμανής και δουριμανής, -ές (Α)
μανιασμένος για πόλεμο.
Greek Monotonic
δορῐμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που αγαπά με μανία το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δοριμᾰνής: бешено жаждущий войн, охваченный воинственным пылом (Ἑλλάς Eur.).
Middle Liddell
δορῐ-μᾰνής, ές adj adj μαίνομαι
raging with the spear, Eur.