τετράπολος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τετράπολον, turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.
German (Pape)
[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
τετράπολος: (ᾰ) четырежды обработанный (νειός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δίπολος].
Greek Monotonic
τετράπολος: [ᾰ], -ον (πολέω), αυτός που έχει οργωθεί με άροτρο τέσσερις φορές, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τετρά-˘πολος, ον, πολέω
turned up or ploughed four times, Theocr.