Μάγος

From LSJ
Revision as of 12:01, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μᾰ́γος Medium diacritics: Μάγος Low diacritics: Μάγος Capitals: ΜΑΓΟΣ
Transliteration A: Mágos Transliteration B: Magos Transliteration C: Magos Beta Code: *ma/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, Magian, one of a Median tribe, Hdt.1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe,
2 one of the priests and wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1.
3 enchanter, wizard, especially in bad sense, impostor, charlatan, Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.).
II μάγος, μάγον, as adjective, magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.)

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la tribu médique des Mages.
Étymologie: Μάγοι.

Greek (Liddell-Scott)

Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - ἐντεῦθεν: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, ἐντεῦθεν, πλάνος, ὀπατεών, ὡς τὸ γόης, Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., μαγικός, μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μέγας ὃ ἴδε).

Greek Monotonic

Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ,
1. Μάγος, αυτός που ανήκει στη Μηδική φυλή των Μάγων, σε Ηρόδ.
2. κάποιος από τους σοφούς της Περσίας που ερμήνευαν τα όνειρα, στον ίδ.
3. κάθε γητευτής ή μάγος, και με αρνητική έννοια, απατεώνας, αγύρτης, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· το θηλ., σε Ανθ. (περσική λέξη).

Middle Liddell

Μᾰ́γος, ου,
1. a Magus, Magian, one of a Median tribe, Hdt.
2. one of the wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.
3. any enchanter or wizard, and in bad sense, a juggler, impostor, Soph., Eur., etc.;—fem., Anth. [A Persian word.]