ἀλάβαστος

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάβαστος Medium diacritics: ἀλάβαστος Low diacritics: αλάβαστος Capitals: ΑΛΑΒΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alábastos Transliteration B: alabastos Transliteration C: alavastos Beta Code: a)la/bastos

English (LSJ)

[ᾰλᾰ-] or ἀλάβαστρος, ὁ (ἡ, v.l. in Ev Marc.14.3) alabaster, globular vase without handles for holding perfumes, often made of alabaster, Hdt.3.20, Ar.Ach.1053, Crates Com.15.6, Alex.62,143, etc. (ἀλάβαστος (or -ον) is the earlier Att. form, SIG102, cf. Ael.Dion.Fr.31, Men.990: Dor. acc. pl. ἀλαβάστρως Call.Lav.Pall.15):—neut. ἀλάβαστρον IG2.745B4, 11(2).161B9 (Delos, iii B. C.), LXX 4 Ki.21.13 (cod. A), v.l. in Ev.Marc.14.3: pl. ἀλάβαστρα or -τα Theoc.15.114, AP9.153 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, nach VLL. die att. Form für ἀλάβαστρος, Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.

French (Bailly abrégé)

att. réc. c. ἀλάβαστρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάβαστος: (ᾰλᾰ) ὁ = ἀλάβαστρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, ἀγγεῖον ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. ἀλαβαστίτης), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον ἀλάβαστος, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὀρθὸς τύπος ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ ἕτερος τύπος ἀλάβαστρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.

Greek Monolingual

ἀλάβαστος και -στρος, ο, η (Α)
το αλάβαστρο.

Greek Monotonic

ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, κουτί ή κασετίνα από αλάβαστρο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἀλάβαστρος είναι ο μεταγεν. τύπος στους Εβδ., σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· ουδ. ἀλάβαστρον, σε Καινή Διαθήκη· πληθ. ἀλάβαστρα ή -τα, σε Θεόκρ., Ανθ. (πιθ. ξεν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: vase without handles for holding perfumes, often made from alabaster (Hdt.).
Other forms: later ἀλαβάστρος m., -τρον n.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Sethe Sb. Berl. Ak. 1933, 888f. explained the form as Egyptian, *`a-la-baste vase of the goddess Ebáste (= Bubastis); doubtful. Fur. 329 n. 26 uses the -ρ- as evidence for a substr. word, but it could be analogical; rather -st- could be Pre-Greek.

Middle Liddell

[Prob. a foreign word.]
a box or casket of alabaster, Hdt., Ar., etc.: ἀλάβαστρος is a later form in Lxx., NTest., Plut.

Frisk Etymology German

ἀλάβαστος: {alábastos}
Forms: später ἀλάβαστρος m. und ἀλάβαστρον n.
Meaning: Salbgefäß, oft aus sog. Alabaster gemacht (Hdt., Kom., Inschr.).
Derivative: Demin. ἀλαβάστιον (Eub.). Sonstige Ableitungen: ἀλαβάστριον n. und ἀλαβαστρίνη (sc. λιθοτομία) Alabasterbruch (Pap.); ἀλαβαστρίτης (λίθος) m. Alabaster, ἀλαβαστῖτις πέτρα (Kallix.), vgl. Redard Les noms grecs en -της 52; ἀλαβάστρινος (Pap.); ἀλαβαστρών m. Alabasterbruch mit ἀλαβαστρωνίτης Arbeiter eines Alabasterbruchs (Pap.), s. Redard 35.
Etymology: Nach Sethe BerlAkSb. 1933, 888f. aus ägypt. *‘a-la-baste Gefäß der Göttin Ebáste (= Bubastis).
Page 1,62