μασχαλιστήρ

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μασχαλιστήρ Medium diacritics: μασχαλιστήρ Low diacritics: μασχαλιστήρ Capitals: ΜΑΣΧΑΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: maschalistḗr Transliteration B: maschalistēr Transliteration C: maschalistir Beta Code: masxalisth/r

English (LSJ)

μασχαλιστῆρος, ὁ,
A girth passing round the horse behind his shoulders and fastened to the yoke by the λέπαδνον, Poll. 1.147, Hsch.
II generally, girth, band, A.Pr.71, Hdt.1.215; μ. ἔνλιθος CPR22.5 (ii A.D.).
III second dorsal vertebra, Poll.2.178.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
ceinture.
Étymologie: μασχαλίζω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, eigtl. der Schulterriemen am Pferde, der über die Schultern geht und mit dem Halsriemen des Joches, λέπαδνον, zusammenhängt, überhaupt Gurt, ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71; eine Art Gurt od. Band ist es auch bei Her. 1.215; vgl. Poll. 5.16.

Russian (Dvoretsky)

μασχᾰλιστήρ: ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μασχαλιστήρ: ῆρος, ὁ, (μασχάλη) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς ὄπισθεν τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, Πολυδ. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, ζώνη, ζῶμα, δεσμός, ταινία, Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· ― ταινία τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32.

Greek Monotonic

μασχαλιστήρ: -ῆρος, ὁ, πλατύς ιμάντας περασμένος γύρω από το άλογο και δεμένος στο ζυγό με το λέπαδνον· γενικά, περίμετρος, ζωνάρι, δέσιμο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

[from μασχᾰλίζω]
a broad strap passing round the horse and fastened to the yoke by the λέπαδνον: generally, a girth, girdle, band, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

a strap to go round the breast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)