ἀναδασμός

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδασμός Medium diacritics: ἀναδασμός Low diacritics: αναδασμός Capitals: ΑΝΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: anadasmós Transliteration B: anadasmos Transliteration C: anadasmos Beta Code: a)nadasmo/s

English (LSJ)

ὁ, redistribution, partition of land, among colonists, Hdt.4.159, 163; as a revolutionary measure, freq. coupled with χρεῶν ἀποκοπαί, Pl.R. 566a, D.17.15, Jusj. ap. eund.24.149, SIG526.22 (Itanos).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
redistribución, nuevo reparto γῆς Hdt.4.159, 163, Pl.R.566a, Lg.684e, Isoc.12.259, D.17.15, 24.149, ICr.3.4.8.22 (Itanos III a.C.), Plb.4.17.4, D.C.37.30.2, Plu.2.226b, τῶν ἀγαθῶν Luc.Ep.Sat.25, cf. 36, dud. en BGU 300.9.

German (Pape)

[Seite 185] ὁ, Vertheilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Theilen (s. ἀναδαίω), γῆς, Her. 4. 163; Plat. Rep. VIII, 566 e; Dem. 24, 149, im Heliasteneid, u. sonst. Ebenso ohne γῆς, Pol. 4, 81.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nouveau partage de terres.
Étymologie: ἀναδαίω².

Russian (Dvoretsky)

ἀναδασμός:ἀναδαίω I] раздел, передел, (пере)распределение (γῆς Her., Plat., Dem., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδασμός: ὁ, (ἀναδάσασθαι) ἡ ἐκ νέου διανομή, «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς μέτρον δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. ἀναδατέομαι, ἀνάδαστος), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναδασμός) ἀναδατέομαι
η εκ νέου διανομή, η ανακατονομή της έγγειας ιδιοκτησίας.

Greek Monotonic

ἀναδασμός: ὁ, αναδιανομή ή κατανομή της γης ανάμεσα στους αποίκους, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell


re-distribution or partition of land, among colonists, Hdt., Plat., etc.

Mantoulidis Etymological

(=ξαναμοίρασμα). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + δατέομαι (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.