τρίφυλος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφῡλος Medium diacritics: τρίφυλος Low diacritics: τρίφυλος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tríphylos Transliteration B: triphylos Transliteration C: trifylos Beta Code: tri/fulos

English (LSJ)

[ῐ], ον, of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.

Russian (Dvoretsky)

τρίφῡλος: состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλόφυλος].

Greek Monotonic

τρίφῡλος: [ῐ], -ον (φυλή), αυτός που προέρχεται από τρεις φυλές, τριφύλους ποιέειν, να τους διαιρέσεις σε τρεις φυλές, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.

Middle Liddell

τρί-φῡλος, ον, φυλή
of three tribes, τριφύλους ποιέειν to divide into three tribes, Hdt.