πονικός

From LSJ
Revision as of 13:59, 1 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονικός Medium diacritics: πονικός Low diacritics: πονικός Capitals: ΠΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: ponikós Transliteration B: ponikos Transliteration C: ponikos Beta Code: poniko/s

English (LSJ)

πονική, πονικόν,
A toilsome, hard-working, D.L.7.170: Sup. πονικώτατος ib.180. Adv. πονικῶς, πιστῶς καὶ π. ὑπηρετῶν IPE12.39.15 (Olbia, ii A.D.): πονικώτερον J.AJ11.8.3.
II toilsome, oppressive, Thd.Pr.15.1.

German (Pape)

[Seite 680] arbeitsam, D. L. 7, 170.

Russian (Dvoretsky)

πονικός: трудовой, трудолюбивый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πονικός: -ή, -όν, (πόνος) ἐργατικός, φιλόπονος, Διογ. Λ. 7. 170· ὑπερθ. -ώτατος, αὐτόθι 180· ― Συγκρ. ἐπίρρ. πονικώτερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 3. ΙΙ. = λυπηρός, Θεόδ. εἰς τὰς Παροιμ. Σολομ. ΙΕ΄, 1. ― Ἐπίρρ., πονικῶς, μετὰ πόνου, μετὰ κόπου, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, ἔκδ Ussing ἐν ἔτει 1881. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 330.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πόνος
1. φιλόπονος, εργατικός
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, καταθλιπτικός, λυπηρός.
επίρρ...
πονικῶς, Α
κατά τρόπο πονικό, με φιλοπονία και εργατικότητα.

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung