ἀγριότης

From LSJ
Revision as of 16:51, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριότης Medium diacritics: ἀγριότης Low diacritics: αγριότης Capitals: ΑΓΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: agriótēs Transliteration B: agriotēs Transliteration C: agriotis Beta Code: a)grio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr. HP 3.2.4; of untilled ground, ἀγριότης γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.
II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp. 197d, al., D.26.26 (pl.).

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 estado salvaje, salvajismo op. ἡμερότης de animales, X.Mem.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.HA 588a21, LXX 2Ma.15.21
de pers. βαρβάρων ἀ. Plb.9.24.4
de plantas estado silvestre Thphr.HP 3.2.4
de la tierra falta de cultivo ἀ. γῆς Gp.7.1.4.
2 ref. al carácter fiereza, crueldad op. πραότης Pl.Smp.197d, Arist.HA 629b7, cf. D.26.26, ἀ. καὶ μέθη Plb.18.55.2
de pasiones violencia, fiereza ἀ. (ἐπιθυμίας) Herm.Mand.12.1.2
ímpetu Sud.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.

German (Pape)

ητος, ἡ,
1 der wilde Zustand der Pflanzen, Theophr., Wildheit der Tiere und übertragen
2 Roheit, Leidenschaftlichkeit, der πρᾳότης entgeggstzt, Plat. symp. 179d; αἱ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀγριότητες Dem. 26.26.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριότης: ητος ἡ
1 дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);
2 перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριότης: -ητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.

Greek Monotonic

ἀγριότης: -ητος, ἡ (ἄγριος),
I. αγριότητα, βαρβαρότητα, σκληρότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. με ηθική σημασία, θηριωδία, βαναυσότητα, βιαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἄγριος
I. wildness, savageness, Xen., etc.
II. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.

English (Woodhouse)

cruelly, cruelty, savageness, wildness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)