γναφεύς

From LSJ
Revision as of 07:39, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

English (Strong)

by variation for a derivative from knapto (to tease cloth); a cloth-dresser: fuller.

English (Thayer)

γναφέως, ὁ (also (earlier) κναφεύς, from γνάπτω or κνάπτω to card), a fuller: Herodotus, Xenophon, and following; the Sept. 2 Kings 18:17.)

French (Bailly abrégé)

c. κναφεύς.
NT: qui nettoie les vêtements

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναφεύς -έως, ὁ volder, wolkammer, zie ook κναφεύς.

Greek Monolingual

γναφέας και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) κνάφος
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης
2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί
αρχ.
ονομασία ψαριού.

Chinese

原文音譯:gnafeÚj 格那肺士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:梳毛(者)
字義溯源:漂布者,整理布料者;源自(Κλωπᾶς)X*=梳理布)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 漂布的(1) 可9:3

German (Pape)

weichere Form für κναφεύς.