σέλαχος
English (LSJ)
εος, τό, mostly in plural σελάχη, τά, the cartilaginous or elasmobranch fishes, sharks and rays, Arist.HA505a1, 511a5, al.; ἰχθύσι σελάχεσι Hp.Morb.2.50, etc. (Some derived the name from σέλας, because fishes of this kind emit a phosphorescent light, Gal. 6.737.)
German (Pape)
[Seite 870] τό, gew. im plur. σελάχη, τά, ein Fischgeschlecht, das Knorpel statt der Knochen hat, die Knorpelfische, cartilaginea, Plin. Den Namen σελάχη gab ihnen Arist. H. A. 3, 1, von σέλας, weil die meisten dieses Geschlechts, wie viele Mollusken, ein phosphorartiges Licht ausstrahlen; Theodorid. 1 (VI, 222) u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
d'ord. au pl. τὰ σελάχη;
poissons cartilagineux (requins et raies).
Étymologie: de σέλας à cause des lueurs phosphorescentes que projettent ces poissons.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σέλᾰχος -εος, contr. -ους, τό [σέλας?] gen. sing. σελάχευς, kraakbeenvis.
Russian (Dvoretsky)
σέλᾰχος: εος, эол. ευς τό хрящевая рыба Arst., Anth.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι.
(II)
-άχεος, τὸ, Α
συν. στον πληθ. τὰ σελάχη
ο σέλαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα -χος (πρβλ. τέμαχος, τάριχος) από την λ. σέλας, πιθ. λόγω της φωσφορίζουσας ακτινοβολίας που εκπέμπουν ορισμένα ψάρια της οικογένειας αυτής].
Greek (Liddell-Scott)
σέλᾰχος: τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σελάχη, τά, τάξις περιλαμβάνουσα πάντας τοὺς ἰχθῦς τοὺς ἔχοντας χόνδρους ἀντὶ ὀστῶν ἐν τῇ ἀκάνθῃ, εἰς ἣν ὑπάγονται καὶ οἱ καρχαρίαι, κοινῶς «σελάχια», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 6., 3. 1, 26, κ. ἀλλ.· ἰχθύσι σελάχεσι Ἱππ. 478. 54, κτλ.
(Τινὲς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ σέλας, ἐπειδὴ οἱ τοιοῦτοι ἰχθύες ἀποδίδουσι φωσφορικήν τινα λάμψιν, Γαλην. 6. 737 Kuhn.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελάχη· εἴδη θαλασσίων ἰχθύων».
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: cartilageous fish (Hp., Arist. a. o.).
Other forms: mostly pl. -άχη.
Derivatives: Dimin. σελάχ-ιον n., also des. for small crustaceans (com. a. o.), -ιος cartilaginous, of fishes (late), -ώδης belonging to the cartilaginous fishes (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation as τέμαχος, τάριχος, στέλεχος. Already by Galenos connnected with σελας because of the the phosphorescing light of certain cartilaginous fishes (Strömberg Fischn. 55). For the old untenable connection with the Germ. word for seal, e.g. OHG selah (LW [loanword] from Baltic Finn. after Schindler Sprache 12, 65 f.), see Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 24f. -- -αχ- can be a Pre-Greek suffix (κύμβαχος).
Frisk Etymology German
σέλαχος: {sélakhos}
Forms: meist pl. -άχη
Grammar: n.
Meaning: Knorpelfisch, Knorpelfische (Hp., Arist. u. a.).
Derivative: Demin. σελάχιον n., auch Bez. für kleine Schaltiere (Kom. u. a.), -ιος knorpelig, von Fischen (sp.), -ώδης zu den Knorpelfischen gehörig (Arist.).
Etymology: Bildung wie τέμαχος, τάριχος, στέλεχος. Schon von Galenos mit σελας verbunden wegen des phosphoreszierenden Lichts gewisser Knorpelfische (Strömberg Fischn. 55). Für die alte unhaltbare Anknüpfung an das germ. Wort für Seehund, z.B. ahd. selah (LW aus dem Ostseefinn. nach Schindler Sprache 12, 65 f.), noch Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 24f.
Page 2,690