βλακικός
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
βλακική, βλακικόν, (βλάξ) stupid, Pl.R. 432d, X.Oec.8.17, etc.; lazy, sluggish, δειλὰ καὶ β. Pl.Plt. 307c; β. τὸ ἦθος Arist.HA618b5. Adv. βλακικῶς Ar.Av.1323.
Spanish (DGE)
(βλᾰκικός) -ή, -όν
I 1indolente, relajado gener. pred. de acciones y efectos (φαινόμενα) δειλὰ καὶ βλακικά Pl.Plt.307c, πάνυ ἂν ἡμῶν εἴη βλακικόν X.Oec.8.17
•c. ac. de rel. β. τὸ ἦθος Arist.HA 618b5, cf. M.Ant.4.28
•de pers. dicho de eunucos flojo, blando Phryn.238.
2 licencioso ὅπου δὲ ἀνεῖνται (τὰ τοιαῦτα), βλακικώτερα Pl.Lg.637b, cf. Clem.Al.Paed.2.9.77.
3 estúpido, tonto πάθος Pl.R.432d, cf. Hsch., sobre su etim. rel. con el pez βλάξ o c. βλακείας Paus.Gr.β 10.
II adv. βλακικῶς = poco diligentemente ὡς β. διακονεῖς ¡cómo remoloneas al servir! Ar.Au.1323, cf. Poll.3.123.
German (Pape)
[Seite 447] träg, schlaff, Plat. Rep. IV, 432 d; καὶ δειλός Polit. 307 c; Xen. Oec. 8, 17; adv. βλακικῶς, διακονεῖν Ar. Av. 1323. Auch = dumm. – Compar. βλακικώτερος Xen. Mem. 4, 2, 20, statt des falsch gebildeten βλακώτερος zu schreiben.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 mou, indolent, lâche;
2 stupide.
Étymologie: βλάξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλακικός -ή -όν βλάξ dom:. βλακικόν γε ἡμῶν τὸ πάθος wat ons overkwam was echt dom Plat. Resp. 432d.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκικός: вялый, неповоротливый, тж. тупой Xen., Plat., Arst.
Middle Liddell
βλάξ
lazy, stupid, Plat.: adv. -κῶς, Ar.
Greek Monolingual
βλακικός, -ή, -όν (Α) βλαξ
1. βλάκας
2. βλακώδης.
Greek Monotonic
βλᾱκικός: -ή, -όν, νωθρός, οκνηρός, ανόητος, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκικός: -ή, -όν, (βλὰξ) ὀκνηρός, ἀνόητος, μωρός, Πλάτ. Πολ. 432D, Ξεν. Οἰκ. 8, 17, κτλ.· ἠλίθιος, τὸ ἦθος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 30, 2· πρβλ. βλὰξ καὶ ἴδε Ρουγκ. Τίμ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323.