δαίδαλμα
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
-ατος, τό, work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.
German (Pape)
[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: δαιδάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.
Russian (Dvoretsky)
δαίδαλμα: ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.
English (Slater)
δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)
Greek Monolingual
δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.
Greek Monotonic
δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.
Middle Liddell
a work of art, Theocr.
Translations
work of art
Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារសិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser