περιδίδωμι

From LSJ
Revision as of 16:22, 15 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδῐ́δωμι Medium diacritics: περιδίδωμι Low diacritics: περιδίδωμι Capitals: ΠΕΡΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: peridídōmi Transliteration B: perididōmi Transliteration C: perididomi Beta Code: peridi/dwmi

English (LSJ)

only in Med., stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.23.485; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, Od.23.78; π. πότερονlay a wager whether... Ar.Ach.1115; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.Eq.791: with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Id.Ach.772; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴ… Id.Nu.644, cf. Diph.130.

German (Pape)

[Seite 572] (s. δίδωμι), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch περί τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416.

Greek (Liddell-Scott)

περιδίδωμι: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω στοίχημα, στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς τιμῆς), τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν στοίχημα ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν ὅστις χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, «στοίχημα θήσομαι ὑπὲρ ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω στοίχημα ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ ἅλας μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.

English (Autenrieth)

only mid. fut., and aor. subj. 1 du. περιδώμεθον: mid., stake, wager, w. gen. of the thing risked, Il. 23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, ‘will stake my life,’ Od. 23.78.

Greek Monolingual

Α
μεσ. περιδίδομαι
στοιχηματίζωτρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίδωμι «δίνω»].