προσῳδός
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
προσῳδόν, (ᾠδή)
A singing in accord or sounding in accord, harmonious, μέλος E.Fr.631 (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς.. οὐ προσῳδά Com.Adesp. 1203.6, cf. Plu.2.443a, Poll.4.58.
2 metaph., π. στοναχά E.Ph. 1498(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Id.Ion359; τῷ νόμῳ π. Plu. 2.138b.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
que l'on chante avec accompagnement d'un instrument ; fig. qui s'accorde avec, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.
German (Pape)
dazu singend, dazu stimmend, übereinstimmend; προσῳδὸς ἡ τύχη τῷ 'μῷ πάθει, Eur. Ion 357, vgl. Phoen. 1504; – ὄργανα, Saiteninstrumente zu denen man singt, Poll. 4.38; Plut. de unius dominat. 4.
Russian (Dvoretsky)
προσῳδός:
1 стройно звучащий, стройный (μέλος Eur.);
2 вторящий (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);
3 согласный, соответствующий (τῶ νόμω Plut.);
4 сходный, похожий (τινι Eur.).
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].
Greek Monotonic
προσῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, ἁρμονικός, μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.
Middle Liddell
προσ-ῳδός, όν [ᾠδή]
in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.
English (Woodhouse)
attuned to, compatible with, consistent with, in harmony with, corresponding to, responsive to