παγιδεύω
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
(παγίς) lay a snare for, entrap, LXX 1 Ki.28.9, Ev.Matt.22.15.
German (Pape)
[Seite 435] eine Falle stellen, in die Falle locken, listig berücken, LXX. u. N.T.
French (Bailly abrégé)
prendre dans des filets, dans des pièges, attraper au pr. et au fig.
Étymologie: παγίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγιδεύω [παγίς] in de val lokken.
Russian (Dvoretsky)
παγιδεύω: строить козни: π. τινὰ ἐν λόγῳ NT ловить кого-л. на слове.
English (Strong)
from παγίς; to ensnare (figuratively): entangle.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive 3rd person plural παγιδεύσωσιν; (παγίς, which see); a word unknown to the Greeks; to ensnare, entrap: birds, τινα ἐν λόγῳ, of the attempt to elicit from one some remark which can be turned into an accusation against him, τοῖς λόγοις, Graecus Venetus; cf. also 1 Samuel 28:9.)
Greek Monolingual
(ΑΜ παγιδεύω) παγίς, -ίδος]
1. στήνω παγίδα ή πιάνω με παγίδα
2. μτφ. χρησιμοποιώ ανέντιμα και δόλια μέσα προκειμένου να δελεάσω και εξαπατήσω κάποιον
αρχ.
παθ. παγιδεύομαι
καταλαμβάνομαι από έρωτα.
Greek Monotonic
πᾰγῐδεύω: (παγίς), στήνω παγίδα σε κάποιον, παγιδεύω, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγῐδεύω: (παγὶς) ὡς καὶ νῦν, στήνω εἴς τινα παγίδα, συλλαμβάνω διὰ παγίδος, ἐξαπατῶ δολίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 15.
Middle Liddell
πᾰγῐδεύω, παγίς
to lay a snare for, entrap, NTest.
Chinese
原文音譯:pagideÚw 爬居丟哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:繫牢
字義溯源:誘入陷阱,纏累,誘陷,設立陷阱,陷害;源自(παγίς)=陷阱);而 (παγίς)出自(πήγνυμι)*=固定)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 陷害(1) 太22:15