ῥαφίς
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
Dor. ῥαπίς (Epich.51), ίδος, ἡ, (ῥάπτω)
A needle, Hp.Morb. 2.66 (where Gal.19.134 read ῥαφίῳ, al. γραφίσι), Archipp.38, Ph.Bel. 61.14, Hero Bel.109.1 (ῥανίδα codd.), AP11.110 (Nicarch.), Hermes 38.283; διὰ τρυπήματος (v.l. τρήματος) ῥαφίδος διελθεῖν (v.l. εἰσελθεῖν) Ev.Matt.19.24:—in Att. replaced by βελόνη, Phryn.72.
II garfish, Belone acus, Epich. l.c., Arist.Fr.294, Opp.H.1.172, C.2.392.
German (Pape)
[Seite 835] ίδος, ἡ, die Nadel, Nähnadel, Sticknadel; Archipp. bei Poll. 10, 31; Nicarch. 16 (XI, 110); vgl. ῥαφιδεύς u. das dor. ῥαπίς, wie Lob. zu Phryn. 90, der als altattisch dafür βελόνη bemerkt.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 aiguille, poinçon;
2 aiguille poisson de mer.
Étymologie: ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 игла Anth.: διὰ τρυπήματος ῥαφίδος NT сквозь игольное ушко;
2 рыба морская игла Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφίς: Δωρ. ῥαπίς, -ίδος, ἡ, (ῥάπτω) βελόνη, Ἱππ. 484. 31 (ἔνθα ὁ Γαλην. ῥαφίῳ, ἕτεροι δὲ γραφίσι), ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ» 4, Ἀνθ. Π. 11. 110· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 90. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθὺς κληθεὶς οὕτω, διότι ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ λήγει εἰς ὀξύτατον σχῆμα, ἄλλως βελόνη, ὀξυρύγχους ῥαφίδας Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, Ὀππ. Ἁλ. 1. 172, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 58, ιδ΄.
English (Strong)
from a primary rhapto (to sew; perhaps rather akin to the base of ῥαπίζω through the idea of puncturing); a needle: needle.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ραφίδα.
Greek Monotonic
ῥᾰφίς: Δωρ. ῥᾰπίς, -ίδος, ἡ (ῥάπτω), βελόνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ῥᾰφίς, δοριξ ῥαπίς, ίδος, ἡ, ῥάπτω
a needle, Anth.
Chinese
原文音譯:?af⋯j 拉非士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:縫(具)
字義溯源:針;源自(ῥάπισμα)X*=縫),或源自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌)。這字的字根:縫= (ῥάπισμα)X。舊約亞當,夏娃用無花果樹的葉子,為自己編作裙子( 創3:7),這裏的‘編’字,七十士的希臘文,就是用‘縫= (ῥάπισμα)X’
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 針(1) 可10:25;
2) 針的(1) 太19:24