ὑπασπίδιος
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
[πῐ], ον, (ἀσπίς) covered with a shield, in Hom. only as adverb, ὑπασπίδια προποδίζων and προβιβῶντι (προβιβῶντος) Il.13.158, 807, 16.609:—after Hom.as Adj., ὑ. πολεμιστής AsiusFr.Ep.13.7 K.; τὸν ὑπασπίδιον κόσμον the body-armour and arms of Ajax, S.Aj.1408 (anap.); ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν = sleep an armed sleep, sleep in arms, E.Rh.740 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1184] unter dem Schilde, mit dem Schilde bedeckt; so adv., ὑπασπίδια προποδίζειν u. προβιβᾷν, Il. 13, 158. 807. 16, 609; τὸν ὑπασπίδιον κόσμον Soph. Ai. 1386, Schol. ἐνόπλιον; ποῦ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει; Eur. Rhes. 740; πολεμιστής Asius bei Ath. XII, 525.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d'un bouclier ; adv. • ὑπασπίδια IL sous un bouclier.
Étymologie: ὑπό, ἀσπίς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπασπίδιος: (ῐδ) прикрытый щитом: ὁ ὑ. κόσμος Soph. находящийся под щитом наряд, т. е. оружие; τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν Eur. спать, укрывшись щитом.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπασπίδιος: [πῐ], ον, (ἀσπὶς) ὁ ὑπὸ τὴν ἀσπίδα, κεκαλυμμένος μὲ ἀσπίδα, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., ὑπασπίδια προποδίζων καὶ προβιβῶν Ἰλ. Ν. 158, 807, ΙΙ. 609· -παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθετ., ὑπ. πολεμιστὴς Ἄσιος 2. 6· τὸν ὑπ. κόσμον, δηλ. τὸν θώρακα καὶ τὰς κνημῖδας τοῦ Αἴαντος, Σοφ. Αἴ. 1408· ὑπ. κοῖτον ἰαύω. κοιμῶμαι ἔνοπλος, μετὰ τῶν ὅπλων, Εὐρ. Ρῆσ. 740. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπασπίδια προποδίζων· ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων».
English (Autenrieth)
under the shield; adv., ὑπασπίδια, ‘under shelter of the shield.’ (Il.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων»
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδια
κάτω από ασπίδα
4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύω» — κοιμάμαι ένοπλος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀσπίς, -ίδος].
Greek Monotonic
ὑπασπίδιος: [πῐ], -ον (ἀσπίς), αυτός που προστατεύεται από ασπίδα, καλυμμένος, τὸνὑπασπίδιον κόσμον, ο οπλισμός του Αίαντα, σε Σοφ.· ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν, κοιμάμαι με τα όπλα, κοιμάμαι οπλισμένος, ένοπλος, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπασπίδια, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὑπ-ασπῐ́διος, ον, ἀσπίς
under shield, covered with a shield, τὸν ὑπ. κόσμον the arms of Ajax, Soph.; ὑπ. κοῖτον ἰαύειν to sleep an armed sleep, sleep in arms, Eur.: neut. pl. ὑπασπίδια as adv., Il.