προσκατακλείω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
shut up besides, Hsch. s.v. κατακυνῶν:—aor. Pass. -κατεκλείσθην Aesop.349b.
French (Bailly abrégé)
fermer en outre.
Étymologie: πρός, κατακλείω.
Russian (Dvoretsky)
προσκατακλείω: сверх того запирать Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακλείω: κατακλείω προσέτι, Ἡσύχ. ἐν λ. κατακυνῶν· ― παθ. ἀόρ. -κατεκλείσθην Αἴσωπ. 187 ἔκδ. Furia.
Greek Monolingual
ΜΑ κατακλείω
σφίγγω ακόμη περισσότερο τον κλοιό.
Greek Monotonic
προσκατακλείω: κλειδώνω κάτι καλά, σφαλίζω· Παθ. αόρ. αʹ -κατεκλείσθην, σε Αίσωπ.