προσεπίκειμαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπίκειμαι Medium diacritics: προσεπίκειμαι Low diacritics: προσεπίκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosepíkeimai Transliteration B: prosepikeimai Transliteration C: prosepikeimai Beta Code: prosepi/keimai

English (LSJ)

to be urgent or instant besides, π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν D.27.66.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κεῖμαι), noch dazu anliegen mit Bitten od. Anforderungen, προσεπίκειται ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Dem. 27, 66, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

insister encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπίκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

προσεπίκειμαι: приступать еще с просьбами, сверх того настаивать Dem.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπίκειμαι: Παθ., ἐπίκειμαι, ἐπάγομαι προσέτι, ἐπιμένω ἐπαιτῶν, πρ. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Δημ. 834. 19.

Greek Monolingual

Α
πιέζω επί πλέον με παράκληση ή αξίωση, επιμένω επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπίκειμαι «πιέζω, παρακινώ, προτρέπω»].

Greek Monotonic

προσεπίκειμαι: Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.

Middle Liddell

Pass. to be urgent besides, Dem.