ἀπονοσφίζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοσφίζω Medium diacritics: ἀπονοσφίζω Low diacritics: απονοσφίζω Capitals: ΑΠΟΝΟΣΦΙΖΩ
Transliteration A: aponosphízō Transliteration B: aponosphizō Transliteration C: aponosfizo Beta Code: a)ponosfi/zw

English (LSJ)

A put asunder, exclude from, τινὰ δόμων h.Cer.158.
2 bereave or rob of, ὅπλων τινά S.Ph.979:—Pass., to be robbed of, ἐδωδήν h.Merc.562.
3 Med., embezzle, τὰ κοινά OGI515.49 (Mylasa), prob. in SIG37 (Teos, v B.C.).
II c. acc. loci, flee from, shun, S.OT480 (lyr.), cf. Ichn.131.

Spanish (DGE)

I tr.
1 alejar, separar, expulsar c. ac. de pers. y gen. σε ... δόμων ἀπονοσφίσσειεν h.Cer.158, ἥν τε νέον πάτρης ἀπενόσφισεν A.R.4.36
sólo c. el ac. ὃν ... ἀπενόσφισε Πενθεύς Nonn.D.5.210, ἔρως δ' ἀπενόσφισεν αἰδῶ Musae.98
c. ac. no de pers. rehuir, evitar τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων μαντεῖα S.OT 480
abs. alejarse S.Fr.314.137 (cj.).
2 despojar, privar de c. ac. de pers. y gen. με ... ἀπονοσφίσας ὅπλων S.Ph.979, en v. pas., c. ac. de rel. ἢν δ'ἀπονοσφισθῶσι θεῶν ἡδεῖαν ἐδωδήν h.Merc.562, cf. Hsch.
en v. med. llevarse para sí, robar c. ac. de cosa y gen. c. prep. τι μέρος ἀπ' αὐτῆς Cyr.Al.M.75.577C, sólo c. el ac. τὰ κοινά IMylasa 605, τινα (χρήματα) Cyr.Al.M.72.81B, fig. ref. a la muerte ἡ πικρὴ Μοῖρ' ἀπενοσφίσατο (παῖδα) epigr. en IG 10(2).368.7 (II d.C.).
II intr. en v. med. estar lejos, distar c. gen. ὅτε σταδίοις ἀπενοσφίζοντο τῆς ἠπείρου πολλοῖς Cyr.Al.M.73.469A, ὄχλων Cyr.Al.M.71.609A
fig. discrepar τῆς πρὸς Θεὸν οἰκειότητος Cyr.Al.M.77.873C, cf. M.76.721A.

German (Pape)

[Seite 317] absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπονοσφίσω, att. ἀπονοσφιῶ;
1 séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;
2 chercher à frustrer, acc..
Étymologie: ἀπό, νοσφίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονοσφίζω:
1 удалять, отгонять (τινὰ δόμων HH);
2 похищать, отнимать, лишать (τινὰ ὅπλων Soph.): ἀπονοσφίζεσθαι θεῶν ἐδωδήν HH не пробовать пищи богов;
3 бежать (от), избегать (τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοσφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, χωρίζω, δὲν δέχομαι, ἀποδιώκω, τάων οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με μοῖρα φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τι διὰ τῆς βίας παρά τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, φεύγω ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.

Greek Monolingual

ἀπονοσφίζω (Α) απονόσφι
1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι
2. αφαιρώ, αρπάζω
3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου.

Greek Monotonic

ἀπονοσφίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ·
I. 1. θέτω ξεχωριστά, αποχωρίζω, αποστερώ, απορρίπτω, αποδιώχνω, τινά τινος, σε Ομηρ. Ύμν.
2. αφαιρώ, αποψιλώνω, αφαιρώ δια της βίας, ὅπλων τινά, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, ἐδωδήν, σε Ομηρ. Ύμν.
II. με αιτ. του τόπου, διαφεύγω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. to put asunder, keep aloof from, τινά τινος h. Hom.
2. to bereave or rob of, ὅπλων τινά Soph.:—Pass. to be robbed of, ἐδωδήν h. Hom.
II. c. acc. loci, to flee from, shun, Soph.