συνεπιχειρέω
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.
French (Bailly abrégé)
συνεπιχειρῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.
German (Pape)
mit, zugleich angreifen, τοῖς πολεμίοις Pol. 3.84.1.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.
Greek Monotonic
συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.