ἐφαπλόω

From LSJ
Revision as of 21:41, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφαπλόω Medium diacritics: ἐφαπλόω Low diacritics: εφαπλόω Capitals: ΕΦΑΠΛΟΩ
Transliteration A: ephaplóō Transliteration B: ephaploō Transliteration C: efaploo Beta Code: e)faplo/w

English (LSJ)

spread or unfold over, ἄωτον Orph.A.1336: c. gen., λέων.. γυῖα γῆς ἐφαπλώσας Babr.95.2; στῆθος ἐφαπλώσας.. ὄχθης Nonn. D.15.9: c. dat., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐ. ib.20.385; ἐρετμοῖς χεῖρας Orph. A.457: metaph., ἐ. τὸ ἀγαθὸν διὰ τοῦ κόσμου Hierocl.in CA21p.467M.:—Pass., τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί to have the skin of the front feet spread over the hands, Longus 1.20; σκότος ἐφήπλωται v.l. in Plu.2.167a.

German (Pape)

[Seite 1112] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον ἄωτον Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.

French (Bailly abrégé)

ἐφαπλῶ :
déployer sur, étendre sur : γυῖα γῆς BABR étendre ses membres sur la terre en parl. d'un lion.
Étymologie: ἐπί, ἁπλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαπλόω: распростирать, растягивать (γυῖα γῆς Babr.); pass. распростираться (σκότος ἐφήπλωται Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαπλόω: ἁπλόω, ἁπλώνω, ἄωτον Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., λέων… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· στῆθος ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. αὐτόθι 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, οὕτως ὥστε οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν ἐπάνω εἰς τὰς χείρας αὐτοῦ, Λόγγος 1. 20· σκότος ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.

Greek Monotonic

ἐφαπλόω: μέλ. -ώσω, απλώνω ή αναδιπλώνω, σε Βάβρ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to spread or fold over, Babr.