σκάνδιξ

From LSJ
Revision as of 09:45, 20 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

σκάνδῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.), wild chervil, Scandix pecten-veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr. HP 7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] σκάνδικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

French (Bailly abrégé)

σκάνδικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάνδιξ σκάνδῑκος, ἡ wilde kervel (kruid).

Russian (Dvoretsky)

σκάνδιξ: σκάνδικος ὁ бот. бутень съедобный (Chaerophyllum) или кервель Arph., Luc.

Greek Monolingual

και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, σκάνδικος και σκάνδυξ, σκάνδυκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδιξ, σπάδιξ].

Greek Monotonic

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, το φυτό πετροσέλινο, είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: σκάνδῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: wild chervil, Scandix pecten-veneris (Ar., And., Thphr., Dsc.).
Other forms: Also σκάνδυξ (v.l. Dsc. 2, 138).
Derivatives: σκανδικώδης σ.-like (Thphr.), σκανδικοπώλης = chervil-seller, nickname of Euripides (Ar.[?] in H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Formation like ῥάδιξ, πέρδιξ and other words belonging to the plant- and animal world (Chantraine Form. 382); further unclear. Hypothetic attempt at explanation by Grošelj Živa Ant. 7, 227f. -- Clearly a Pre-Greek word; Furnée 367. Cf. on κασκάνδιξ.

Middle Liddell

σκάνδιξ, σκάνδῑκος,
chervil (i. e. chaerophyllum), Ar.

Frisk Etymology German

σκάνδιξ: σκάνδικος
{skándiks}
Grammar: f.
Meaning: Nadelkerbel, Scandix pecten Veneris (Ar., And., Thphr., Dsk.);
Derivative: -ικώδης’σ.-ähnlich’ (Thphr.), -ικοπώλης Kerbelhändler, Spitzname des Euripides (Ar.[?] bei H.).
Etymology: Bildung wie ῥάδιξ, πέρδιξ und andere zur Pflanzen- und Tierwelt gehörige Wörter (Chantraine Form. 382); sonst dunkel. Hypothetischer Deutungsversuch von Grošelj Živa Ant. 7, 227f.
Page 2,718

Translations

chervil

Arabic: مَقْدُونِس إِفْرَنْجِيّ; Bulgarian: кервел; Catalan: cerfull; Chinese Cantonese: 細葉芹/细叶芹; Czech: kerblík; Danish: kørvel; Dutch: kervel; Estonian: harakputk; Finnish: kirveli; French: cerfeuil; Galician: cerefolio; Georgian: ჭყიმი; German: Kerbel; Middle High German: kërvele; Old High German: kerfola; Greek: χαιρέφυλλο, σκαντζίκι, ανθρίσκος, μυρώνι, φραγκομαϊντανός; Ancient Greek: χαιρέφυλλον, σκάνδιξ, ἄνθρυσκον; Hungarian: turbolya; Icelandic: kerfill; Irish: costóg, camán gall; Italian: cerfoglio; Japanese: チャービル; Latin: caerefolium, scandix; Latvian: kārvele; Livonian: piņripskõz; Low German: karwel; Luxembourgish: Kierwel; Macedonian: геревиз, красница; Malay: cervil; Middle English: cherville; Norman: chèrfi; Norwegian Bokmål: kjørvel; Old English: cerfille; Polish: trybula; Portuguese: cerefolho, cerefólio; Romanian: hasmațuchi; Russian: кервель; Serbo-Croatian: krbuljica, krasuljica; Slovak: trebuľka; Slovene: krebúljica, práva krebúljica; Spanish: perifollo, cerefolio, perifolio; Svan: წჷ̄წყა; Swedish: körvel; Turkish Ottoman Turkish: فرنك معدنوسی; Modern Turkish: frenk maydanozu; Walloon: cierfouy