μεσόμφαλος
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
μεσόμφαλον,
A in mid-navel, central, used especially of Apollo's shrine at Delphi, μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοί, μυχός, A.Th.747 (lyr.), Ag.1056, Ch.1036, E.Or.331 (lyr.), Aristonous 2.3; τὰ μ. γᾶς μαντεῖα S.OT480 (lyr.); λύχνου τὸ μ. the central boss, Batr.129; μ. ἄστρον Ὀλύμπου, of Aries, Nonn. D. 1.181.
II with a navel or boss in the middle, κύκλος, of the letter Θ, Agatho 4; of a φιάλη, Ion Trag.20 (lyr.), Theopomp.Com.3, Poll. 6.98; of a cake, Id.2.169.
German (Pape)
[Seite 138] in der Mitte des Nabels; ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῖς χρηστηρίοις, Aesch. Spt. 729, denn Delphi wird als der Nabel der Erde, d. i. im Mittelpunkte der Erde gelegen betrachtet, vgl. Ch. 1032 Ag. 1026; τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων μαντεῖα, Soph. O. R. 480, wie Eur. μεσόμφαλοι μυχοὶ γᾶς, Or. 331; ἑστία, Ion 462 u. öfter; auch sp. D.; Agath. bei Ath. X, 454 d nennt den Buchstaben Θ μεσ. κύκλος. Auch eine Art Becher, Theop. bei Ath. XI, 502 a; eine Art Kuchen, Poll. 2, 169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au nombril, au milieu, au centre particul. en parl. de Delphes, considérée comme le centre de la Terre.
Étymologie: μέσος, ὄμφαλος.
Russian (Dvoretsky)
μεσόμφᾰλος: находящийся в самом центре (χρηστήρια Aesch.; μυχοὶ γᾶς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσόμφᾰλος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῷ μέσῳ ὡς ὀμφαλός, εἶναι δὲ ἐν χρήσει ἡ λέξις κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς (πρβλ. ὀμφαλός), μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 747, Ἀγ. 105, Χο. 1036, Εὐρ. Ὀρ. 331· τὰ μ. γῆς μαντεῖα Σοφ. Ο. Τ. 480: - τὸ μεσόμφαλον, ἀσπὶς δ’ ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον, τὸ ἀποτελοῦν τὸν ὀμφαλοῦν αὐτοῦ, Βατραχομ. 129· ἐν τῷ μ. τῆς Γερμανίας Ἰουστῖν. Μάρτ. α΄ Ἀπολ. 68· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τόν τύπον μεσομφαλία, ἡ, καὶ ἑρμηνεύει: «ἡ μέσος τῶν Δελφῶν πόλις». ΙΙ. ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ γράμματος Θ, Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D· ἐπὶ φιάλης, Ἴων παρὰ τῷ αὐτῷ 501F, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2· ἐπὶ πλακοῦντος, Πολυδ. Β΄, 169.
Greek Monolingual
μεσόμφαλος, -ον (ΑM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον
το μεσόλοφον
αρχ.
(για το ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο του ομφαλού της Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῖς χρηστηρίοις», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει στο μέσο ομφαλό, όπως το γράμμα Θ, το οποίο μάλιστα ονομαζόταν μεσόμφαλος κύκλος
3. το ουδ. ως ουσ. το κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀμφαλός (πρβλ. μονόμφαλος, ορθόμφαλος)].
Greek Monotonic
μεσόμφᾰλος: -ον, αυτός που βρίσκεται στο μέσο του ομφαλού, στο κέντρο, λέγεται για τον βωμό του Απόλλωνα στους Δελφούς (πρβλ. ὀμφαλός), σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ μεσόμφαλα γῆς μαντεῖα, σε Σοφ.
Middle Liddell
μεσ-όμφᾰλος, ον
in mid-navel, central, of Apollo's shrine at Delphi (cf. ὀμφαλόσ), Aesch., Eur.; τὰ μ. γῆς μαντεῖα Soph.