μεσόμφαλος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόμφᾰλος Medium diacritics: μεσόμφαλος Low diacritics: μεσόμφαλος Capitals: ΜΕΣΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: mesómphalos Transliteration B: mesomphalos Transliteration C: mesomfalos Beta Code: meso/mfalos

English (LSJ)

μεσόμφαλον,
A in mid-navel, central, used especially of Apollo's shrine at Delphi, μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοί, μυχός, A.Th.747 (lyr.), Ag.1056, Ch.1036, E.Or.331 (lyr.), Aristonous 2.3; τὰ μ. γᾶς μαντεῖα S.OT480 (lyr.); λύχνου τὸ μ. the central boss, Batr.129; μ. ἄστρον Ὀλύμπου, of Aries, Nonn. D. 1.181.
II with a navel or boss in the middle, κύκλος, of the letter Θ, Agatho 4; of a φιάλη, Ion Trag.20 (lyr.), Theopomp.Com.3, Poll. 6.98; of a cake, Id.2.169.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte des Nabels; ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῖς χρηστηρίοις, Aesch. Spt. 729, denn Delphi wird als der Nabel der Erde, d. i. im Mittelpunkte der Erde gelegen betrachtet, vgl. Ch. 1032 Ag. 1026; τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων μαντεῖα, Soph. O. R. 480, wie Eur. μεσόμφαλοι μυχοὶ γᾶς, Or. 331; ἑστία, Ion 462 u. öfter; auch sp. D.; Agath. bei Ath. X, 454 d nennt den Buchstaben Θ μεσ. κύκλος. Auch eine Art Becher, Theop. bei Ath. XI, 502 a; eine Art Kuchen, Poll. 2, 169.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au nombril, au milieu, au centre particul. en parl. de Delphes, considérée comme le centre de la Terre.
Étymologie: μέσος, ὄμφαλος.

Russian (Dvoretsky)

μεσόμφᾰλος: находящийся в самом центре (χρηστήρια Aesch.; μυχοὶ γᾶς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσόμφᾰλος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῷ μέσῳ ὡς ὀμφαλός, εἶναι δὲ ἐν χρήσει ἡ λέξις κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς (πρβλ. ὀμφαλός), μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 747, Ἀγ. 105, Χο. 1036, Εὐρ. Ὀρ. 331· τὰ μ. γῆς μαντεῖα Σοφ. Ο. Τ. 480: - τὸ μεσόμφαλον, ἀσπὶς δ’ ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον, τὸ ἀποτελοῦν τὸν ὀμφαλοῦν αὐτοῦ, Βατραχομ. 129· ἐν τῷ μ. τῆς Γερμανίας Ἰουστῖν. Μάρτ. α΄ Ἀπολ. 68· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τόν τύπον μεσομφαλία, ἡ, καὶ ἑρμηνεύει: «ἡ μέσος τῶν Δελφῶν πόλις». ΙΙ. ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ γράμματος Θ, Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D· ἐπὶ φιάλης, Ἴων παρὰ τῷ αὐτῷ 501F, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2· ἐπὶ πλακοῦντος, Πολυδ. Β΄, 169.

Greek Monolingual

μεσόμφαλος, -ον (ΑM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον
το μεσόλοφον
αρχ.
(για το ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο του ομφαλού της Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῖς χρηστηρίοις», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει στο μέσο ομφαλό, όπως το γράμμα Θ, το οποίο μάλιστα ονομαζόταν μεσόμφαλος κύκλος
3. το ουδ. ως ουσ. το κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀμφαλός (πρβλ. μονόμφαλος, ορθόμφαλος)].

Greek Monotonic

μεσόμφᾰλος: -ον, αυτός που βρίσκεται στο μέσο του ομφαλού, στο κέντρο, λέγεται για τον βωμό του Απόλλωνα στους Δελφούς (πρβλ. ὀμφαλός), σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ μεσόμφαλα γῆς μαντεῖα, σε Σοφ.

Middle Liddell

μεσ-όμφᾰλος, ον
in mid-navel, central, of Apollo's shrine at Delphi (cf. ὀμφαλόσ), Aesch., Eur.; τὰ μ. γῆς μαντεῖα Soph.