Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παράκτιος

From LSJ
Revision as of 09:46, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκτιος Medium diacritics: παράκτιος Low diacritics: παράκτιος Capitals: ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ
Transliteration A: paráktios Transliteration B: paraktios Transliteration C: paraktios Beta Code: para/ktios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον AP6.167 (Agath.)), on the sea-side, κέλευθος, ὁδός, A.Pr.836, S.Fr.905; λειμῶνες Id.Aj.654; πλάξ Phryn. Trag.5.3; παράκτιοι δραμεῖσθε E.IT1424: in Prose, οἱ π. IG5(2).268.24 (Mantinea, i B.C.); also later, Agath.2.16, al.

German (Pape)

[Seite 486] gew. 3 Endgn, neben oder an dem Gestade, am Ufer gelegen; τὴν παρακτίαν κέλευθον, Aesch. Prom. 838, wie Soph. frg. 233; λειμῶνες, Ai. 639; παρακτίαν ψάμαθον, Eur. I. A. 164; sp. D., περιωπή, Agath. 28 (VI, 167).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui se trouve sur le bord de la mer.
Étymologie: παρά, ἀκτή.

Greek Monolingual

-α, -ο / παράκτιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή
νεοελλ.
φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση της παλίρροιας
β) «παράκτιος πυρετός»
(κτηνιατρ.) πυρετός ο οποίος οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχές
γ) «παράκτια ζώνη»
ωκεαν. θαλάσσια οικολογική ζώνη η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε βάθος 5 ώς 10 μέτρα κάτω από την χαμηλή στάθμη της παλίρροιας, εξαρτώμενη από την ένταση τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδες
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράκτιοι
οι παραθαλάσσιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀκτή (πρβλ. μεσάκτιος)].

Greek Monotonic

παράκτιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στην ακτή, παράλιος, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

παράκτιος: и 2 прибрежный (κέλευθος Aesch.; λειμῶνες Soph.; ψάμαθος Eur.; περιωπή Anth.): παράκτιοι δραμεῖσθε Eur. помчитесь к берегу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκτιος -α -ον [παρά, ἀκτή] langs de kust, kust-:. τὴν παρακτίαν κέλευθον de kustweg Aeschl. PV 836.

Middle Liddell

παρ-άκτιος, η, ον
on the sea-side, by the shore, Trag.

English (Woodhouse)

by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)