ἐπικαρπία
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ἡ,
A produce, crop, ἡ ἐπέτειος ἐ. Pl.Lg.955d, cf. IG12.328.11, Rev.Ét.Gr.10.29 (Thespiae, iii B.C.).
2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58.
3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας.. ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92.
4 profit, Arist.Pol.1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20.
5. tithe paid for the pasturage of cattle, Arist.Oec.1346a3.
6. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. NA2.8.
German (Pape)
[Seite 945] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Gegensatz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rapport d'une propriété foncière, revenu foncier ; p. ext. revenu ou produit d'un capital ; fig. fruit, bénéfice (d'un travail, d'une qualité, etc.).
Étymologie: ἐπί, καρπός.
Greek Monolingual
η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.
Greek Monotonic
ἐπικαρπία: (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ. προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαρπία: ἡ преимущ. pl.
1 доход, прибыль Plat., Isocr., Dem., Arst.;
2 сбор за право выпаса Arst.
Middle Liddell
καρπός
the usufruct of a property, revenue, profit, opp. to the principal (τὰ ἀρχαῖἀ, Dem.