γεννήτωρ

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννήτωρ Medium diacritics: γεννήτωρ Low diacritics: γεννήτωρ Capitals: ΓΕΝΝΗΤΩΡ
Transliteration A: gennḗtōr Transliteration B: gennētōr Transliteration C: gennitor Beta Code: gennh/twr

English (LSJ)

Dor. γεννάτωρ, ορος, ὁ, = father, progenitor, γενέτωρ, Ζεύς A.Supp.206, E.Hipp.683, Jul.Or.2.51d, v.l. in Arist.Mu.397b21; γ. καὶ ἑστιοῦχον Pl.Lg.878a: pl., ib.869a; θεῷ γεννήτορι πάντων IG3.636: metaph. of numbers, ἐὰν πυθμενικοὶ ὦσιν οἱ γ. Iamb. in Nic.p.56 P., al.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
• Alolema(s): dór. γεννάτωρ Ocell.Fr.1, Ecphant.Pyth.Hell.82.5
1 progenitor Ζεύς A.Supp.206, E.Hipp.683, γεννήτορά τε αὑτοῖς ... γίγνεσθαι ... ἐπευξαμένους en el sent. gener. de propagador del γένος Pl.Lg.878a, cf. Plu.2.880c.
2 padre ἁ γὰρ τῶν γεννωμένων ἀπογένεσις σωτηρία τᾶς γεννάτορος ὕλας Ocell.l.c., cf. Ecphant.l.c., οὐ γὰρ ἀλλοῖον ὁ γ. ἐγέννα Basil.M.31.601C, ὁ Πατὴρ ἀρχὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ γ. ἐστι Ath.Al.M.26.41A, οἱ γεννήτορες los padres Pl.Lg.869a, Gr.Naz.M.36.396C, Hsch.
c. gen. engendrador, creador ὁ ... τοῦ πατρὸς γ. Iul.Or.3.51d, τού[τ] ου γ. Ἀμέριμνος IEphesos 2102.9, cf. Vett.Val.229.10, IG 22.4223.7 (IV d.C.)
fig. ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες Pl.Smp.209a, ὁ διάβολος ... γ. τῶν κακῶν Cyr.H.Catech.2.4.
3 mat. οἱ γεννήτορες generadores ref. a los números múltiplos que son antecedentes c. rel. al consiguiente ἐὰν μὲν πυθμενικοὶ ὦσιν οἱ γεννήτορες Iambl.in Nic.56, ref. al multiplicando y multiplicador c. rel. al resultado, Iambl.in Nic.64.

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, Erzeuger, Aesch. Suppl. 206; Eur. Hipp. 683; Plat. Menex. 248 e Conv. 209 a, u. öfter in legg.; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. γεννητής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεννήτωρ -ορος, ὁ γεννάω verwekker, (stam)vader; overdr.: ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες (deugden) waarvan natuurlijk ook alle dichters de verwekkers zijn Plat. Smp. 209a.

Russian (Dvoretsky)

γεννήτωρ: ορος ὁ Aesch., Eur., Plat., Plut. = γεννητής.

Greek (Liddell-Scott)

γεννήτωρ: Δωρ.–άτωρ, ορος, ὁ, = γενέτωρ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 206, Εὐρ. Ἱππ. 683, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· θεῷ γεννήτορι πάντων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 915. 7· πρβλ. νάτωρ.

Greek Monolingual

γεννήτωρ, ο (AM, Α και γεννάτωρ και γεννέτωρ) γεννώ
1. ο πατέρας
2. ο δημιουργός
3. πληθ. οι γονείς
αρχ.
(για αριθμούς) ο αρχικός, από τον οποίο προέρχονται οι άλλοι.

Greek Monotonic

γεννήτωρ: Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ = γενέτωρ, σε Ευρ., Πλάτ.

Léxico de magia

creador ref. a la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σε, ... πυριφεγγῆ, ἀόρατον φωτὸς γεννήτορα a ti te invoco, que resplandeces por el fuego, invisible creador de la luz P IV 960 πάντων γ. σὺ πέφυκας καὶ πᾶσιν ψυχὰς σὺ νέμεις καὶ πάντα κρατύνεις, Αἰώνων βασιλεῦ καὶ κύριε tú eres el creador de todas las cosas, asignas almas a todos y todo lo gobiernas, rey y señor de los Eones P XII 247