γενέσιος
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
γενέσιον,
A = γενέθλιος, θεός Plu.2. 402a; epithet of Posidon, Paus.2.38.4.
II Γενέσιον, τό, shrine of Posidon Γ., Paus.l.c.
III γενέσια, τά, day kept in memory of the birthday of the dead, Hdt.4.26, cf. Ammon.p.36V., Phryn.83; to be distinguished from γενέθλια birthday-feast, though used for it in Pl.Lg.784d (s.v.l.) and later Gk., POxy.736.56 (i B. C./i A. D.), PFay.114.20 (i/ii A. D.), etc., Alciphr.3.18 and 55, Ev.Matt.14.6, Ev.Marc.6.21, D.C.47.18; so ἡ γ. ἡμέρα, = ἡ γενέθλιος, CIG2883c (Branchidae); ἡ γ. alone, OGI583.14 (Cyprus); τῇ τοῦ Σεβαστοῦ ἐμμήνῳ γ. IGRom.4.353b (Pergam., ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I de la familia, protector de la familia θεός Plu.2.402a
•epít. de Posidón, Paus.2.38.4.
II 1relativo al nacimiento ἡ γ. τοῦ θεοῦ ἡμέρα el aniversario del dios, Didyma 297.9
•subst. ἡ γ. el día del nacimiento, OGI 583.14 (Chipre I d.C.)
•c. gen. τοῦ Σεβαστοῦ IP 374B.13 (II d.C.).
2 subst. τὰ Γενέσια celebración del día del nacimiento, de aniversario en recuerdo de los muertos, fiesta en Atenas celebrada en el mes Boedromión, Sol.Lg.84, Philoch.168, Phryn.75, gener. en Grecia, Hdt.4.26, celebrada en el día de la muerte, Ammon.Diff.116
•fiesta de cumpleaños, POxy.736.56 (I d.C.), PGiss.31.1.6 (II d.C.), Eu.Matt.14.6, Eu.Marc.6.21, Alciphr.2.15.1, 3.19.2, D.C.47.18.6.
German (Pape)
[Seite 482] ον, = γενέθλιος, 1) den Ursprung betreffend, Ποσειδῶν Paus. 2, 38, 4; θεὸς γ. καὶ πατρῷος Plut. de Pyth. or. 16. – 2) die Geburt betreffend, τὰ γενέσια, Geburtstag, N.T. u. a. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 103; von den Atticisten getadelt. Bei Her. 4, 26 die jährliche Feier des Todestages, u. nach VLL. das öffentliche Todtenfest in Athen, B. A. 86 u. 231.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui concerne la famille, protecteur de la famille;
2 qui concerne la naissance ; τὰ γενέσια, anniversaire en gén. ; anniversaire de la mort.
Étymologie: γένος.
Russian (Dvoretsky)
γενέσιος: родовой, семейный (θεός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γενέσιος: -ον, = γενέθλιος, θεὸς Πλούτ. 2. 402Α, πρβλ. Παυσ. 2. 38, 4. ΙΙ. γενέσια, τά, ἡμέρα τηρουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. νεκύσια, Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀμμών. 34, Λοβ. Φρύν. 103· διακριτέα δὲ ταῦτα τῶν γενεθλίων, ἤτοι τοῦ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις ζῶντος συμποσίου καὶ τῆς ἑορτῆς, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀντ΄ ἐκείνου παρὰ τῷ Ἀλκίφρ. 3. 18 καὶ 55, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 6, κ. Μᾶρκ. ς΄, 21·- οὕτω, ἡ γ. ἡμέρα = ἡ γενέθλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2883 c.
Greek Monolingual
-ον (AM γενέσιος, -ον) γενέτης
το ουδ. ως ουσ. η επέτειος της γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών του παρελθόντος («το Γενέσιον του Προδρόμου», «τα Γενέσια της Θεοτόκου»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. η γέννηση
αρχ.
1. (για θεό) ο προστάτης ενός γένους, ο γενέθλιος θεός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση κάποιου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ Γενέσιον
τέμενος του Ποσειδώνος κοντά στη Λέρνη
4. τὰ Γενέσια
ονόματα αρχαίων εορτών προς τιμήν τών νεκρών.
Greek Monotonic
γενέσιος: -ον = γενέθλιος· αλλά, γενέσια, τά, ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη των νεκρών, σε Ηρόδ.· πρέπει να διαχωρίζεται από το γενέθλια, δηλ. γιορτή προς τιμήν της ημέρας γέννησης, παρ' όλο που χρησιμ. αντί εκείνου στην Κ.Δ.
Middle Liddell
= γενέθλιος:— but γενέσια, τά]
γενέσια, τά a day kept in memory of the dead, Hdt.; to be distinguished from γενέθλια a birthday-feast, though used for it in NTest.