Χῖος
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
α, ον, (contr. from Χίιος)
A Chian, of Chios or from Chios, [[Χῖαι [κρηπῖδες]]] Hp.Art.62, cf. Aristomen.11, etc.; σύκινα PCair.Zen.33.12 (iii B. C.); Χῖος ἀοιδός, i.e. Homer, Theoc.7.47; χ. ἄνθρωπος D.35.52: prov., Χῖος δεσπότην ὠνήσατο = a Chian purchased his master, 'caught a Tartar', Eup.269.
b esp. οἶνος Χῖος Ar.Ec.1139: freq. without οἶνος, Id.Fr.216.3, etc.; ἐν ἀκρήτῳ Χίῳ AP7.422 (Leon.).
2 as substantive, Χῖοι or οἱ Χῖοι the Chians; without Art., Hdt.1.142, Th.1.19, 3.32, etc.; with Art., Id.8.15,22, etc.
II ὁ Χῖος (sc. βόλος), = κύων v1, the worst throw of the dice (cf. χιάς), i.e. the external face of the ἀστράγαλος (Ruf.Oss. 38), with the ace-dot, opp. Κῷος (q.v.), Χῖος παραστὰς Κῷον οὐκ ἐᾷ λέγειν Stratt.23, cf. Arist.Cael.292a29, AP7.422 (Leon.), Poll. 7.204, 205, Zen.4.74: hence prov., Χῖος πρὸς Κῷον = Chian to Coan ibid. (in Arist.HA499b29 χῖα is cj. for ἰσχία, κῷα for κῶλα).
2 οὐ Χῖος, ἀλλὰ Κεῖος = not a roguish Chian, but an honest Ceian, not a Chian, but a Ceian, v. Κέως.
III Χία, ἡ, = μαστίχη, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
originaire de Chios : οἱ Χῖοι, ou sans art. Χῖοι, les habitants de Chios ; Χία ναῦς, d'où subst. ἡ Χία, vaisseau de Chios.
English (Slater)
Χῑος (?) v. Ὅμηρος test., fr. 264; v. ὠαρίων test., fr. 72.
Spanish
Greek Monotonic
Χῖος:,-α, -ον (συνηρ. αντί Χίιος)·
I. 1. Χιώτης, αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, Χῖος ἀοιδός, δηλ. ο Όμηρος, σε Θεόκρ.· Χῖος οἶνος, σε Αριστοφ.· ομοίως, Χῖος μόνο του, σε Ανθ.
2. ως ουσ., Χῖοι, οἱ, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. ὁ χῖος (ενν. βόλος), το χειρότερο ρίξιμο των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται Χῖος, αντίθ. προς το Κῷος· για το οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, βλ. Κέως.
Russian (Dvoretsky)
Χῖος: хиосский (ναῦς Thuc.; ἄνθρωπος Dem.; οἶνος Arph.): Χ. ἀοιδός Theocr. = Ὃμηρος.
Χῖος: II ὁ
1) хиосец Her., Thuc.,;
2) (sc. οἶνος) хиосское вино Arph., Anth.;
3) (sc. βόλος) хиосский бросок (самый неудачный при игре в кости Anth.): ἀστραγάλους Χίους βαλεῖν Arst. сделать хиосские броски.
Middle Liddell
Χῖος, η, ον [from Χίος [contr. from Χίιος]
I. Chian, of or from Chios, X. ἀοιδός, i. e. Homer, Theocr.; Χῖος οἶνος Ar.; so Χῖος alone, Anth.
2. as substantive, Χῖοι, οἱ, the Chians, Hdt., Thuc.
II. ὁ Χῖος (sc. βόλοσ), the worst throw on the dice, the side with the ace-dot being called Χῖος, the opp. side with the size-point being Κῷος:—for οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, v. Κέως.