σιδηρίτης

From LSJ
Revision as of 07:40, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρῑ́της Medium diacritics: σιδηρίτης Low diacritics: σιδηρίτης Capitals: ΣΙΔΗΡΙΤΗΣ
Transliteration A: sidērítēs Transliteration B: sidēritēs Transliteration C: sidiritis Beta Code: sidhri/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ, fem. σιδηρῖτις, ιδος: Dor. σιδαρίτας, α, ὁ:—
A of iron, σιδηρίτης πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σιδηρῖτις τέχνη the smith's art, Eup.263; σιδηρῖτις πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13; σιδηρῖτις γῆ Arist.Fr.326 ed. Berol., Poll.3.87.
2 σιδηρῖτις, with or without λίθος, loadstone, Phld. Sign.9, Str.15.1.38, Plu.2.1005c, etc.
3 a precious stone, Plin. HN37.58, al.; used as remedy for snake-bite, Orph.L.361,390, 419.
II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; also σ. πόα Hsch.; βοτάνη ἡ σιδηρῖτις J.AJ3.7.6, Gal.12.885.
2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36.
3 = ἑλξίνη, ib.85.
4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158.
5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, fem. σιδηρῖτις, von Eisen, mit Eisen, πόλεμ ος, Pind. N. 5, 19; dem Eisen ähnlich, λίθος, Eisen-, Magnetstein, Strab. XV; Plut. Symp. 2, 7 De Is. et Osir. 62 u. A.; – σιδηρῖτις τέχνα, Schmiedekunst, Eupol. bei Poll. 7, 106. – Als subst., ἡ, Eisenkraut, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de fer ; σιδηρίτης λίθος, aimant ; fig. en parl. de guerrier.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ανθρακικό ορυκτό του σιδήρου, που αποτελεί μετάλλευμα του σιδήρου, αλλ. χαλυβίτης
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», Πίνδ.)
3. είδος πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιού
3. το θηλ. σιδηρῑτις
α) (με ή χωρίς την λ. λίθος) ο φυσικός μαγνήτης
β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το φυτό ποτήριον. η ελξίνη, η χαμαίπιτυς
4. φρ. «σιδηρῖτις τέχνα»
(στον Εύπ.) η τέχνη κατεργασίας του σιδήρου, η σιδηρουργία, ή η πολεμική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἀνθρακίτης)].

Greek Monotonic

σῐδηρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος· Δωρ. σιδᾱρίτας, , -ο,
1. κατασκευασμένος από σίδηρο· σιδηρίτης πόλεμος, ο πόλεμος δια σιδήρου, δηλ. με σιδερένα όπλα, σε Πίνδ.
2.σιδηρῖτις λίθος, βράχος που έχει ρινίσματα σιδήρου, που περιέχει μετάλλευμα σιδήρου, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρίτης: дор. σῐδᾱρίτας, ου (ῑτ) adj. m железный: σ. πόλεμος Pind. война, ведущаяся железным оружием.

Middle Liddell

σῐ¯δηρίτης, ου, ὁ,
1. of iron, ς. πόλεμος iron war, Pind.
2.σιδηρῖτις λίθος the loadstone, Strab.