σπάδων
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
[ᾰ], σπάδωνος (and σπάδοντος LXX, Plu., and Artem., v. infr.), ὁ: (σπάω):—eunuch, LXX Ge.37.36, Is.39.7, Plb.28.21.5, D.S.30.17, Ph. 1.604, Plu.Demetr.25, Artem.2.69. Hence σπᾰδωνισμός, ὁ, castration, Zonar.
German (Pape)
[Seite 915] ωνος u. οντος, ὁ, vgl. Lob. Phryn. 273 (σπάω). der Verschnittene, spado, dem die Zeugungstheile ausgerissen sind, Plut. Demetr. 25 u. A.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
eunuque.
Étymologie: σπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάδων -οντος, ὁ [σπάω] eunuch.
Russian (Dvoretsky)
σπάδων: ωνος и οντος (ᾰ) ὁ скопец, евнух Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπάδων: [ᾰ], ὁ, -ωνος καὶ -οντος Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 273· (σπάω) εὐνοῦχος, «μουνοῦχος», Λατ. spado, Διογ. Ἐκλογ. 580. 46, Φίλων 1. 604, Πλουτ. Δημήτρ. 25, Ἀρτεμίδ. 2. 69. Ἐντεῦθεν παρὰ Ζωναρᾷ σπαδωνισμός, ὁ, εὐνουχισμός, ἐκτομή.
Greek Monolingual
-ωνος και -οντος, ὁ, Α
1. ευνούχος («εἰ σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν», Πλούτ.)
2. ευνουχισμένο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- του σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδιξ) + επίθημα -ων (πρβλ. κώδων)
βλ. και λ. σπάω.
Greek Monotonic
σπάδων: [ᾰ], ὁ (σπάω), ευνούχος, Λατ. spado, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σπᾰ́δων, ονος, ὁ, σπάω
an eunuch, Lat. spado, Plut.
Translations
eunuch
Arabic: خَصِيّ, مَخْصِيّ; Armenian: ներքինի; Belarusian: еўнух, скапец, кастрат, лягчанец; Bulgarian: скопец; Catalan: eunuc; Chinese Mandarin: 閹人/阉人, 公公, 宦官; Coptic: ⲥⲓⲟⲩⲣ; Czech: eunuch, kastrát; Danish: eunuk; Dutch: eunuch, castraat; Esperanto: kastrito; Finnish: eunukki, ruuna; French: eunuque, castrat; German: Eunuch, weiblicher Eunuch, Kastrat; Greek: ευνούχος; Ancient Greek: ἄγονος, ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βακέλας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, σπάδων; Hebrew: סָרִיס; Hindi: हिजड़ा; Hungarian: eunuch; Icelandic: geldingur; Ido: eunuko; Irish: coillteán; Italian: eunuco; Kazakh: әтек; Latin: spado, eunuchus, thlasias; Macedonian: евнух, скопец; Malay: sida-sida; Maori: unaka; Mongolian: тайган; Norwegian Bokmål: evnukk; Nynorsk: evnukk; Occitan: eunuc; Persian: خواجه; Polish: eunuch, kastrat, rzezaniec, trzebieniec; Portuguese: eunuco; Russian: евнух, скопец, кастрат; Sanskrit: अक्षत; Serbo-Croatian: eunuh; Spanish: eunuco; Swedish: eunuck; Tagalog: bating, eunuko; Thai: ชันที; Tibetan: ཉུག་རུམ; Turkish: hadım; Ukrainian: є́внух, скопець, кастрат; Volapük: homen; Walloon: unuke; Yoruba: òkóbó
castrated
Arabic: خَصِيّ, مَخْصِيّ; Assamese: খাহী; Azerbaijani: axta; Bengali: খাসী; French: castré; Greek: ευνούχος, ευνουχισμένος; Ancient Greek: ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βαγώας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, μοριότμητος, σπάδων, τομιαῖος, τομίας, χλούνης; Hungarian: herélt, kiherélt, ivartalanított, kasztrált; Italian: castrato; Kazakh: кестірілген; Latin: sectarius; Maori: rahopoka; Mongolian: агталсан; Portuguese: castrado; Spanish: castrado; Tagalog: puhag, basig; Yakut: ат