ενάγω
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
(AM ἐνάγω)
1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή
2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ενάγουσα, ενάγον
στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτής
β) εναγόμενος, -η, -ον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του
αρχ.
1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα
2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ
3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω
4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.