ἀπαμβλίσκω

From LSJ
Revision as of 05:52, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμβλίσκω Medium diacritics: ἀπαμβλίσκω Low diacritics: απαμβλίσκω Capitals: ΑΠΑΜΒΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apamblískō Transliteration B: apambliskō Transliteration C: apamvlisko Beta Code: a)pambli/skw

English (LSJ)

A make abortive, καρπούς, produce abortive fruit, Plu. Arat.32.
II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπήμβλωσε Plu.Pomp.53]
1 malograr καρπούς Plu.Arat.32.
2 intr. abortar Plu.Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt tun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαμβλώσω, ao. ἀπήμβλωσα;
1 avorter;
2 faire tomber les fruits avant leur maturité.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμβλίσκω:
1 преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);
2 преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.

Greek Monolingual

ἀπαμβλίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει
2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω.

Greek Monotonic

ἀπαμβλίσκω: μέλ. -αμβλώσω, αόρ. αʹ -ήμβλωσα·
I. εμποδίζω κάτι να τελεσφορήσει, καθιστώ κάτι ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την κύηση), σε Πλούτ.
II. αμτβ., αποβάλλω το έμβρυο κατά την κύηση, ατυχώ ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to make abortive, Plut.
II. intr. to miscarry, Plut.

Translations

abort

Arabic: يُجْهِض; Egyptian Arabic: يجهض, يسقط; Armenian: վիժել; Bulgarian: помятам, абортирам; Burmese: ကိုယ်ဝန်ပျက်, သားပျက်, သားလျှော, ဇီးလျှော; Catalan: avortar; Chinese Mandarin: 流產/流产, 小產/小产, 墮胎/堕胎; Czech: potratit; Dutch: miskraam hebben, voortijdig bevallen; Esperanto: aborti; Finnish: saada keskenmeno; French: faire une fausse couche; Ancient Greek: ἀμβλώω, ἀμβλώσκω, ἀμβλύσκω, διαμβλώττω, ἀμβλισκάνω, ἐνδιαφθείρω, ἐξαμβλώσκω, ἐκτρώσκω, ἐκτιτρώσκω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐξαμβλίσκω, ἀμβλίσκω, ἀμβλόω, ἐξαμβλόω, ἀπαμβλίσκω; Hebrew: הִפִּיל; Ido: abortar; Italian: abortire, fallire; Japanese: 流産する; Latin: aborior; Norwegian Bokmål: abortere, spontanabortere; Portuguese: abortar, perder; Serbo-Croatian: pobaciti; Spanish: abortar; Swahili: -avya mimba; Swedish: få missfall; Telugu: గర్భస్రావం, గర్భ విచ్ఛిత్తి, గర్భపాతం, గర్భోత్పాటనం; Thai: แท้ง; Urdu: حمل ضائع کرنا, حمل اسقاط کرنا, حمل گرانا, پیٹ گرانا, اخراج جنین کرنا, حمل ساقط کرنا