προσδιανέμω

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιανέμω Medium diacritics: προσδιανέμω Low diacritics: προσδιανέμω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΝΕΜΩ
Transliteration A: prosdianémō Transliteration B: prosdianemō Transliteration C: prosdianemo Beta Code: prosdiane/mw

English (LSJ)

distribute besides, λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα Plu.Cat. Ma.10:—Med., divide among themselves besides, D.19.168, Plu. Demetr.30.

German (Pape)

[Seite 755] (s. νέμω), zuteilen, λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα, Plut. Cat. mai. 10; med. beim Teilen sich zueignen od. zulegen, noch dazu unter sich verteilen, Dem. 19, 168; Plut. Demetr. 30.

French (Bailly abrégé)

partager en outre;
Moy. προσδιανέμομαι se partager en outre (qch).
Étymologie: πρός, διανέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διανέμω bovendien verdelen:; λίτραν ἀργυρίου κατ’ ἄνδρα προσδιένειμεν hij liet ook nog een pond zilver per man verdelen Plut. CMa 10.4; med. onder elkaar verdelen:. προσδιενείμαντο τοῦτ’ οὗτοι die lieden verdeelden dat (geld) onder elkaar Dem. 19.168.

Russian (Dvoretsky)

προσδιανέμω: сверх того разделять (λίτραν ἀργυρίου κατ᾽ ἄνδρα Plut.): προσδιανέμεσθαι τὰς ἐπαρχίας Plut. распределить между собой провинции.

Greek Monolingual

Α
διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσδιανέμω: μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, επιπλέον, σε Πλούτ. — Μέσ. στον πληθ., διανέμουν επιπλέον αυτά μεταξύ τους, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιανέμω: διανέμω προσέτι, λίτραν ἀργυρίου κατ’ ἄνδρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10. ― Μέσ., ἐν τῷ πληθ., πάλιν διενείμαντο, πάλιν διένειμαν αὐτὰ μεταξύ των, Δημ. 293. 26, Πλουτ. Δημήτρ. 30.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to distribute besides, Plut.: —Mid., in plural, to divide among themselves besides, Dem.