ὁμοιομερής

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιομερής Medium diacritics: ὁμοιομερής Low diacritics: ομοιομερής Capitals: ΟΜΟΙΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: homoiomerḗs Transliteration B: homoiomerēs Transliteration C: omoiomeris Beta Code: o(moiomerh/s

English (LSJ)

ὁμοιομερές, having parts like each other and the whole, Arist.Cael.302b3, Metaph.984a14,988a28 (but also of the parts themselves, like each other or the whole,opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA486a6, cf. Cael.302b16, 25); μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων Thphr. CP 5.2.1; ὁ. ὄγκοι Epicur. Ep.1p.13U.; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν Simp.in Ph.27.5, cf. Gal. 10.48,al.

German (Pape)

[Seite 335] ές, aus einander ähnlichen Teilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιομερής: состоящий из однородных частиц (σώματα Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιομερής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίων μερῶν συνιστάμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμοιομερῆ, ἦσαν ἁπλαῖ οὐσίαι, δηλ. οὐσίαι ἀποτελούμεναι ἐξ ὁμοίων ἢ ὁμογενῶν μερῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀνομοιομερῆ, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, π. Οὐρ. 3. 3, 4· ― τὸ οὐσιαστ. ὁμοιομέρειαι, αἱ, κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ Πλουτ. 2. 876C, Διογ. Λ. 2. 8· καὶ τὸ ἑνικὸν homoeomerīa, εἰς δήλωσιν τῆς θεωρίας τῶν ὁμοιομερῶν παρὰ Λουκρετ. 1. 830· ἴδε Grote Πλάτων 1. σ. 50.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ
α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τους
β) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.
επίρρ...
ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)
με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].