πάχος
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
English (LSJ)
[ᾰ], πάχεος, τό, (παχύς)
A thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324; εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια Meliss.9; τὸ πάχος τοῦ τείχους Th.1.93; τῆς πλίνθου Id.3.20: pl., τὰ πάχη τῶν τριχῶν Arist.HA517b8; τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8; σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα PCair.Zen.353.11 (iii B. C.): abs., πάχος = in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11; also πάχει μάκει τε Pi.P.4.245.
2 σαρκὸς πάχος stoutness, E.Cyc. 380; διὰ πάχος τοῦ σώματος Antiph.19; opp. λεπτότης, Pl.R. 523e, etc.
3 consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12; τὸ πάχος τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7; ὥστε γίνεσθαι τὸ πάχος ὡς κυκεῶνα Ph.Bel.89.21.
4 in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.
German (Pape)
[Seite 539] πάχεος, τό, die Dicke; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Gegensatz von λεπτότης, Rep. VII, 523 e; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ion. πάχεος, att. πάχους (τό) :
1 épaisseur;
2 embonpoint.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. πήγνυμι, παχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάχος πάχους, zonder contr. πάχεος, τό [~ παχύς] dikte:; τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι zo lang en zo dik was (de staak) om te zien Od. 9.324; τὸ πάχος τοῦ τείχους de dikte van de muur Thuc. 1.93.5; acc. resp.:. πάχος in dikte Hdt. 4.81.4. dikheid:. οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος die de meest weldoorvoede lijfelijke dikheid bezaten Eur. Cycl. 380.
Russian (Dvoretsky)
πάχος: πάχεος (ᾰ) τό
1 толщина (sc. τοῦ ῥοπάλου Hom.; τοῦ τείχους Thuc.): τὰ πάχη τῶν τριχῶν Arst. различная толщина волос; π. σαρκός Eur. упитанность;
2 (о жидкости), плотность (τῆς θαλάσσης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πάχος: [ᾰ], πάχεος, τό, (παχύς) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., πάχος, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ πάχος τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ λεπτότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι παχύς, ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.
English (Autenrieth)
εος: thickness, Od. 9.324†.
English (Slater)
πᾰχος thickness (δράκων) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)
Greek Monolingual
το, ΝΑ
1. (για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις τους, κν. το χόντρος
2. (για πρόσ. και ζώα) α) (γενικά) η συνολική μάζα του σώματος
β) παχυσαρκία, υπερβολικό βάρος του σώματος
3. (για υγρά) χαρακτηρισμός της ρευστότητας, ιδιαίτερα του παχύρρευστου υγρού
νεοελλ.
ζωικό λίπος, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς (πρβλ. βάθος: βαθύς, βάρος: βαρύς)].
Greek Monotonic
πάχος: [ᾰ], πάχεος, τό (παχύς),
1. πυκνότητα, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· απόλ., πάχος, το πάχος, σε Ηρόδ.
2. πάχος σαρκός, σωματική, μυική δύναμη, σε Ευρ.
Middle Liddell
πᾰ́χος, ος, πάχεος, τό, παχύς
1. thickness, Od., Thuc.:— absol., πάχος in thickness, Hdt.
2. π. σαρκός stoutness, Eur.
English (Woodhouse)
Translations
Arabic: سَمَاكَة; Armenian: հաստություն; Belarusian: таўшчыня; Bulgarian: дебелина; Catalan: espessor; Chinese Mandarin: 厚度; Czech: tloušťka; Finnish: paksuus; French: épaisseur, grosseur; Galician: grosura; German: Dicke; Greek: πάχος; Ancient Greek: πάχος; Hungarian: vastagság; Irish: tiús; Italian: spessore, grossezza; Japanese: 厚み; Korean: 두께; Lao: ຄວາມຫນາ; Latin: crassitudo; Latvian: biezums, resnums; Macedonian: дебелина; Malay: ketebalan; Occitan: espessor; Polish: grubość; Portuguese: grossura, espessura; Romanian: grosime; Russian: толщина; Serbo-Croatian Cyrillic: дебљѝна; Roman: debljìna; Slovak: hrúbka; Slovene: debelina; Spanish: grosor, espesura; Thai: ความหนา; Ukrainian: товщина; Vietnamese: dày