ὑπερπηδάω

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπηδάω Medium diacritics: ὑπερπηδάω Low diacritics: υπερπηδάω Capitals: ΥΠΕΡΠΗΔΑΩ
Transliteration A: hyperpēdáō Transliteration B: hyperpēdaō Transliteration C: yperpidao Beta Code: u(perphda/w

English (LSJ)

A leap over, τοὺς δρυφάκτους Ar.Eq.675; τὸν ποταμόν Luc.Ind.7.
II metaph., overleap, in various senses,
1 escape from, θεοῦ.. πληγὴν οὐχ ὑ. βροτός S.Fr.961.
2 overstep, transgress, νόμιμα D.23.73, cf. Aeschin.3.12,200, Hyp.Lyc. 12.
3 surpass, ὑ. τῷ μηχανήματι τοὺς σύμπαντας Pl.Lg.677e, cf. Ael.NA6.25.
4 abs., pass over, εἴς τι Arist.Metaph.1027b6.
5 of a roller, skip a point, Id.Mech.855b26; so, pass over, omit, ἑκόντα ὑ. Lib.Or.59.80, cf. Ep.925.1.

German (Pape)

[Seite 1200] darüberspringen, überspringen, τί; – übertr., übertreffen, τινά τινι, Ar. Equ. 680; Plat. Legg. III, 677 e u. Sp., τὰς ἄλλας σωφροσύνῃ Ael. H. A. 6, 25; – aber auch sich über Etwas fort setzen, vernachlässigen, δικαστήρια καὶ νόμιμα οὕ. τως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν Dem. 23, 75.

French (Bailly abrégé)

ὑπερπηδῶ :
I. sauter ou bondir par-dessus, acc.;
II. fig. 1 dépasser, surpasser, l'emporter sur : τινί τινα sur qqn en qch;
2 transgresser, violer, se moquer de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, πηδάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπηδάω:
1 перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τι Arph., Luc. перепрыгивать через что-л.;
2 ускользать, избегать (πληγήν Soph.);
3 оставлять без внимания, пренебрегать, обходить, нарушать (τὸν νόμον Aeschin.; τὰ δικαστήρια καὶ νόμιμα Dem.);
4 превосходить, опережать (τινα τῷ μηχανήματι Plat.);
5 переходить: ὑ. εἰς τὰ γενόμενα Arst. обращаться к фактам прошлого.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ ὑπεράνω, τοὺς δρυφάκτους Ἀριστοφ. Σφ. 675· τὸν ποταμὸν Λουκ. Πρὸς Ἀπαίδευτ. 7. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερπηδῶ, ὑπερβαίνω, ἐπὶ ποικίλων ἐννοιῶν, 1) ἐκφεύγω, διαφεύγω, θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπ. βροτὸς Σοφ. Ἀποσπ. 656. 2) ὑπερβαίνω, παραβαίνω, τὰ νόμιμα Δημ. 644. 16, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 29., 82. 29· ὑπερπηδήσας ἅπαντας τοὺς νόμους Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 12. 3) ὑπερτερῶ, ὑπ. τῷ μηχανήματι τοὺς ξύμπαντας Πλάτ. Νόμ. 677E, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 25. 4) ἀπολ., διέρχομαι ἄνωθεν μεθ’ ὁρμῆς ἢ ταχύτητος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 3, 3.

Greek Monotonic

ὑπερπηδάω: μέλ. -ήσομαι,
I. πηδώ πάνω από, με αιτ., σε Αριστοφ.
II. μεταφ., υπερπηδώ, υπερβαίνω, σε Δημ., Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
I. to leap over, c. acc., Ar.
II. metaph. to overleap, transgress, Dem., Aeschin.