εἰσπηδάω
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
A leap in, ἐς τὰς λίμνας Hdt.4.132; εἰς τὸν πηλόν X. An. 1.5.8.
2 burst in, εἰσπηδήσας πρός με νύκτωρ Μειδίας Test. ap. D. 21.22; εἰς τὴν οἰκίαν ib.78, cf. PHal.1.169 (iii B.C.); εἰς τὰ συνέδρια Hell.Oxy.10.2: abs., rush in, Men. Sam.219,Act.Ap.16.29.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.4.132, Com.Adesp.1095.15
1 irrumpir, precipitarse, entrar precipitadamente o de un salto en un lugar, frec. c. violencia o de improviso c. εἰς y ac. εἰς τὴν οἰκίαν D.21.78, cf. PHal.1.169 (III a.C.), LXX Am.5.19, Luc.Merc.Cond.7, ἐς τὰς αὐλὰς Com.Adesp.l.c., μετ' ἐγχειριδίων εἰς τὰ συνέδρια τῶν ἀρχόντων Hell.Oxy.31.358, εἰς τὴν πόλιν I.AI 5.46, εἰσεπήδησεν εἰς τὸν ἑαυτῆς κοιτῶνα A.Andr.Gr.20.11, κύων ... εἰς μαγειρεῖον Aesop.134.3, εἰσπηδᾶν διὰ τοῦ στόματος εἰς μέσον τὸ σῶμα meterse de un salto el icneumón por la boca del cocodrilo hasta la mitad del cuerpo D.S.1.87, εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν λύκων τὸ πρόβατον Gr.Nyss.Steph.2.99.5, en pap. en denuncias por asalto o robo εἰσπηδήσαντές τινες εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐξέδυσαν Θανοῦν ... ἱμάτιον SB 9068.10 (III a.C.), εἰσεπήδησεν εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ ἐτόλμησεν ἀποσπάσαι δούλην μου POxy.1120.14 (III d.C.), cf. UPZ 12.35 (II a.C.), POxy.37.1.16 (I d.C.)
•c. compl. sobrentendido por cont. εἰσπεπήδηκεν se ha metido de un salto (en casa), Men.Sam.564, cf. Dysc.602, Act.Ap.16.29, Gal.14.643, εἰσπηδήσαντες νύκτωρ ἐπ' ἀδικίᾳ [καὶ] ἀσεβείᾳ τοῦ ἱεροῦ IG 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.432, PTeb.304.10 (II d.C.)
•meterse de un salto, zambullirse ἢν μὴ ... βάτραχοι γενόμενοι ἐς τὰς λίμνας ἐσπηδήσητε Hdt.4.132, εἰσπηδήσαντες εἰς τὸν πηλόν ... ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8, en un río, Vett.Val.332.6
•presentarse como poeta cómico, Ar.Eq.545.
2 abalanzarse, lanzarse sobre una pers. πρός με νύκτωρ Test. en D.21.22, εἰς τοὺς ἀμφὶ τὸν Τζάζωνα Procop.Vand.2.3.12
•abs. del parásito, que salta sobre sus víctimas como un saltamontes, Antiph.193.6, ὡς εἶδε τὴν Λευκίππην μόνην, εἰσπηδήσας ... συναρπάζει Ach.Tat.6.4.2.
German (Pape)
[Seite 745] hineinspringen; εἰς τὸν πηλόν Xen. An. 1, 5, 8; εἰς τὴν οἰκίαν Dem. 21, 78, schnell eindringen, wie πρός με 21, 22.
French (Bailly abrégé)
εἰσπηδῶ :
ion. ἐσπηδάω;
sauter dans, s'élancer dans, faire irruption dans ; se précipiter sur, se ruer sur.
Étymologie: εἰς, πηδάω.
English (Strong)
from εἰς and pedao (to leap); to rush in: run (spring) in.
English (Thayer)
ἐισπηδω: 1st aorist ἐισεπήδησα; to spring in: εἰς τόν ὄχλον, (see ἐκπηδάω); to rush in impetuously, Xenophon, Dem, others; the Sept. Amos 5:19.)
Greek Monotonic
εἰσπηδάω: μέλ. -πηδήσομαι·
1. πηδώ μέσα, με αιτ., σε Ηρόδ.· εἰς τόπον, σε Ξεν.
2. εισβάλλω, πρός τινα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπηδάω: ион. ἐσπηδάω
1 (во что-л.) прыгать (εἰς τὸν πηλόν Xen.);
2 врываться, вбегать, влетать (εἰς τὴν οἰκίαν и πρός τινα Dem.).
Middle Liddell
fut. -πηδήσομαι
1. to leap into, c. acc., Hdt.; εἰς τόπον Xen.
2. to burst in upon, πρός τινα Dem.
Chinese
原文音譯:e„sphd£w 誒士-胚打哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:進入-跳
字義溯源:衝入,衝進去,跳進去;由(εἰς)*=到,進入)與(πηδάλιον)X*=跳)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 衝進去(1) 徒16:29