ἰσορροπία

From LSJ
Revision as of 11:51, 21 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορροπία Medium diacritics: ἰσορροπία Low diacritics: ισορροπία Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Transliteration A: isorropía Transliteration B: isorropia Transliteration C: isorropia Beta Code: i)sorropi/a

English (LSJ)

ἡ, equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.

German (Pape)

ἡ, das Gleichgewicht; τῆς γῆς Plat. Phaed. 109a; Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ἰσορροπία:равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.

Greek Monotonic

ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰσορροπία, ἡ,
equipoise, equilibrium, Plat. [from ἰσόρροπος

Translations

equilibrium

Arabic: اِتِّزَان, تَوَازُن, تَعَادُل; Azerbaijani: tarazlıq, müvazinət; Bulgarian: равновесие; Catalan: equilibri; Chinese Cantonese: 平衡; Hokkien: 平衡; Mandarin: 平衡; Czech: rovnováha, ekvilibrium; Danish: ligevægt; Dutch: evenwicht; Esperanto: ekvilibro; Estonian: tasakaal; Finnish: tasapaino; French: équilibre; German: Gleichgewicht, Balance; Greek: ισορροπία; Ancient Greek: ἰσορροπία, ἰσορρόπησις; Hebrew: אִזּוּן, סימביוזה; Hindi: साम्यावस्था; Hungarian: egyensúly; Ido: equilibro; Indonesian: kesetimbangan, keseimbangan, ekuilibrium; Italian: equilibrio; Japanese: 均衡, バランス, 釣り合い, 平衡; Korean: 평형(平衡); Kurdish Central Kurdish: ھاوسەنگ; Latin: aequilibrium; Latvian: līdzsvars; Macedonian: рамнотежа; Malay: keseimbangan; Maori: ōritetanga, tauritenga; Norwegian: ekvilibrium, likevekt; Ottoman Turkish: اعتدال; Polish: równowaga; Portuguese: equilíbrio; Romanian: echilibru, stabilitate; Russian: равновесие, баланс; Scottish Gaelic: co-chothrom; Spanish: equilibrio; Swedish: jämvikt; Tagalog: katiningan; Turkish: denge, muvazene; Ukrainian: рівновага; Vietnamese: cân bằng; Welsh: cydbwysedd; Yoruba: ìwọ̀ntúnwọ̀nsì