χαμᾶζε
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Adv., (χαμαί) to the ground, on the ground, Lat. humi, freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Il.3.29, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε stepped to the ground, 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε 8.134, cf. 14.497, 20.461; χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; τόξον.. θῆκε χαμᾶζε Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χαμᾶζε Id.V.1012 (lyr.); χαμᾶζε προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χαμᾶζε θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28; ἔχειν χαμᾶζε δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)
French (Bailly abrégé)
adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμᾶζε: ἐπίρρ., (χαμαὶ) εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χαμᾶζε κάππεσεν Ο. 537˙ τόξον ... θῆκε χαμᾶζε Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χαμᾶζε πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χαμᾶζε κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χαμᾶζε δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς χαμᾶζε ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, διότι αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, θύραζε, Ἀθήναζε εἶναι προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
English (Autenrieth)
(χαμαί): to the ground, down; to or into the earth, Il. 8.134, Od. 21.136.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].
Greek Monotonic
χᾰμᾶζε: επίρρ. (χαμαί), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.
German (Pape)
(wie ἔραζε gebildet, vgl. χαμαί, χαμάδις), adv., auf die Erde, zu Boden; oft bei Hom., ἐξ ὀχέων ἆλτο χαμᾶζε Il. 3.29 und öfter, ἧκε χαμᾶζε 8.134 und öfter, χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; Eur. Bacch. 633; χαμᾶζε πίπτειν Ar. Vesp. 1012. – Arcad. führt auch die Akzentuation χαμάζε an, welche Andere, bes. Draco, verwerfen.